• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: chiding, chide

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chiding n (scolding for doing [sth] wrong)επίπληξη ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μάλωμα ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chide [sb] vtr (tell off, reprimand)επιπλήττω, επιτιμώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)μαλώνω, κατσαδιάζω ρ μ
 Brady is often chided by his overly critical parents.
chide [sb] for [sth] vtr + prep (tell off, reprimand)επιπλήττω κπ για κτ ρ μ + πρόθ
  (ήπια)μαλώνω κπ για κτ ρ μ + πρόθ
 The teacher chided the students for disrupting the class.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chide vi (scold, find fault)επικρίνω ρ αμ
  (καθομιλουμένη)βρίσκω κτ στραβό έκφρ
 The children did not enjoy spending time with their aunt, who was always chiding and complaining.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση chiding στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «chiding».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!