| Κύριες μεταφράσεις |
| prime adj | (best, of top quality) | εκλεκτός, άριστος επίθ |
| | | εξαιρετικός επίθ |
| | | άριστης ποιότητας φρ ως επίθ |
| | The butcher gave Tom a prime cut of beef. |
| | This is prime real estate; it's a good investment. |
| | Ο κρεοπώλης έδωσε στον Τομ ένα εκλεκτό κομμάτι μοσχάρι. |
| | Αυτό είναι ένα εξαιρετικό ακίνητο. Είναι καλή επένδυση. |
| prime adj | (chief, most important) | πρωταρχικός, βασικός επίθ |
| | (λόγιος) | πρωτεύων μτχ ενεστ |
| | (μτφ, καθομιλουμένη) | πρώτος επίθ |
| | Adrian's prime motivation was money. |
| | Το βασικό κίνητρο του Άντριαν ήταν τα χρήματα. |
| prime adj | (initial, original) | βασικός, αρχικός επίθ |
| | The prime source of these problems is Paula's unwillingness to compromise. |
| | Η βασική πηγή αυτών των προβλημάτων είναι η απροθυμία της Πώλα να συμβιβαστεί. |
| prime adj | (number: divisible by 1 or itself) (μαθηματικά) | πρώτος επίθ |
| | A number that is prime can only be divided evenly by 1 or by itself. |
| | Ένας πρώτος αριθμός μπορεί να διαιρεθεί χωρίς υπόλοιπο μόνο με το 1 ή με τον εαυτό του. |
the prime of your life, the prime of life n | (best, healthiest time in life) | τα καλύτερά μου χρόνια περίφρ |
| | Many people say that your thirties are the prime of your life. |
| | Πολλοί λένε πως η δεκαετία των τριάντα είναι τα καλύτερά μας χρόνια. |
| prime [sth]⇒ vtr | (weapon: prepare for shooting) | οπλίζω ρ αμ |
| | The hunter primed his rifle when he saw the deer. |
| | Ο κυνηγός όπλισε το τουφέκι του όταν είδε το ελάφι. |
| prime [sth] for [sth]⇒ vtr | (prepare [sth] for action) | προετοιμάζω κτ για κτ, ετοιμάζω κτ για κτ ρ μ + πρόθ |
| | Judith primed the machine, ready to start up as soon as it was needed. |
| | Η Τζούντιθ προετοίμασε το μηχάνημα ώστε να είναι έτοιμο να ξεκινήσει μόλις χρειαζόταν. |
| prime n | (prime number) (μαθηματικά) | πρώτος αριθμός φρ ως ουσ αρσ |
| | Primes can only be divided by themselves and 1. |
| | Οι πρώτοι αριθμοί διαιρούνται μόνο με τον εαυτό τους και το 1. |
Σύνθετοι τύποι:
|
| Deputy Prime Minister n | UK (head of government's second in command) | Αντιπρόεδρος Κυβέρνησης φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| | (λόγιος) | Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
in the prime of life, in the prime of your life, in your prime expr | (when you are healthiest, happiest) (μεταφορικά) | στο άνθος της ηλικίας μου, την ακμή της ζωής μου έκφρ |
| prime example n | (best demonstration of [sth]) | άριστο παράδειγμα, ιδανικό παράδειγμα επίθ + ουσ ουδ |
| | The oil spill in the Gulf is a prime example of how not to drill off-shore. |
| prime location n | (most desirable area) | άριστη τοποθεσία επίθ + ουσ θηλ |
| | The new casino will be in a prime location between the airport and the stadium. |
| prime meridian n | (line of longitude at 0°) | πρώτος μεσημβρινός επίθ + ουσ αρσ |
| the Prime Meridian n | (line of longitude at Greenwich) | ο πρώτος μεσημβρινός περίφρ |
| | | ο μεσημβρινός του Γκρίνουιτς περίφρ |
prime minister, Prime Minister n | (head of government) | πρωθυπουργός ουσ αρσ/θηλ |
| | Italy's prime minister has resigned after losing a confidence vote in the senate. |
| | In parliamentary systems the prime minister heads the government but is not the head of state. |
| | Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας παραιτήθηκε αφού έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης στη γερουσία. // Στα κοινοβουλευτικά συστήματα ο πρωθυπουργός είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης, δεν είναι όμως ο αρχηγός του κράτους. |
| prime mover n | (philosophy: first cause) | κύριος υποκινητής επίθ + ουσ αρσ |
| prime mover n | (engine) | κύριος κινητήρας επίθ + ουσ αρσ |
| | | πηγή ενέργειας φρ ως ουσ θηλ |
| prime number n | (figure divisible by itself and 1) | πρώτος αριθμός φρ ως ουσ αρσ |
| | In their search for new prime numbers, mathematicians use supercomputers nowadays. |
| prime rate n | (bank's lowest interest rate) | βασικό επιτόκιο επίθ + ουσ ουδ |
| | Currently, the prime rate in the U.S. is 3.25%. |
| prime rib n | (beef: meat from ribs) | σπαλομπριζόλα ουσ θηλ |
| prime rib meat n | (beef: meat from ribs) | κρέας από τα πλευρά φρ ως ουσ ουδ |
| prime the pump v expr | (stimulate [sth] to happen) (μεταφορικά) | ανοίγω τον δρόμο περίφρ |
| | | δρομολογώ τις εξελίξεις περίφρ |
| | The new frozen yogurt shop primed the pump with a day-long giveaway. |
| prime time n | (tv, radio: peak hours) | prime time, πράιμ τάιμ ουσ ουδ άκλ |
| | (ραδιόφωνο) | ζώνη υψηλής ακροαματικότητας φρ ως ουσ θηλ |
| | (τηλεόραση) | ζώνη υψηλής τηλεθέασης φρ ως ουσ θηλ |
| | TV channels broadcast their most popular programmes during prime time. |
prime time, prime-time, primetime n as adj | (in peak hours) (τηλεόραση) | που προβάλλεται σε ζώνη υψηλής τηλεθέασης περίφρ |
| | (ραδιόφωνο) | που παίζεται σε ζώνη υψηλής ακροαματικότητας περίφρ |
| | (καθομιλουμένη: και τα δύο) | σε πράιμ τάιμ ζώνη περίφρ |
| Σχόλιο: hyphen or single-word form used when term is a modifier before another noun |
| | Television stations charge more for advertising on prime-time shows. |
| | Οι τηλεοπτικοί σταθμοί χρεώνουν παραπάνω τις διαφημιστικές εταιρείες για διαφημίσεις που προβάλλονται στη ζώνη υψηλής τηλεθέασης. |
prime-ministerial, prime ministerial adj | (relating to a prime minister) | πρωθυπουργικός επίθ |
subprime, sub-prime adj | (loan: below prime rate) (δάνειο) | υψηλού κινδύνου έκφρ |
| | The only thing the bank will give me is a subprime loan. |
subprime mortgage, sub-prime mortgage n | (loan: below prime rate) | ενυπόθηκο δάνειο υψηλού κινδύνου, στεγαστικό δάνειο μειωμένης πιστοληπτικής ικανότητας φρ ως ουσ ουδ |