prime

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpraɪm/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/praɪm/ ,USA pronunciation: respelling(prīm)

Inflections of 'prime' (v): (⇒ conjugate)
primes
v 3rd person singular
priming
v pres p
primed
v past
primed
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
prime adj (best, of top quality)εκλεκτός, άριστος επίθ
  εξαιρετικός επίθ
  άριστης ποιότητας φρ ως επίθ
 The butcher gave Tom a prime cut of beef.
 This is prime real estate; it's a good investment.
 Ο κρεοπώλης έδωσε στον Τομ ένα εκλεκτό κομμάτι μοσχάρι.
 Αυτό είναι ένα εξαιρετικό ακίνητο. Είναι καλή επένδυση.
prime adj (chief, most important)πρωταρχικός, βασικός επίθ
  (λόγιος)πρωτεύων μτχ ενεστ
  (μτφ, καθομιλουμένη)πρώτος επίθ
 Adrian's prime motivation was money.
 Το βασικό κίνητρο του Άντριαν ήταν τα χρήματα.
prime adj (initial, original)βασικός, αρχικός επίθ
 The prime source of these problems is Paula's unwillingness to compromise.
 Η βασική πηγή αυτών των προβλημάτων είναι η απροθυμία της Πώλα να συμβιβαστεί.
prime adj (number: divisible by 1 or itself) (μαθηματικά)πρώτος επίθ
 A number that is prime can only be divided evenly by 1 or by itself.
 Ένας πρώτος αριθμός μπορεί να διαιρεθεί χωρίς υπόλοιπο μόνο με το 1 ή με τον εαυτό του.
the prime of your life,
the prime of life
n
(best, healthiest time in life)τα καλύτερά μου χρόνια περίφρ
 Many people say that your thirties are the prime of your life.
 Πολλοί λένε πως η δεκαετία των τριάντα είναι τα καλύτερά μας χρόνια.
prime [sth] vtr (weapon: prepare for shooting)οπλίζω ρ αμ
 The hunter primed his rifle when he saw the deer.
 Ο κυνηγός όπλισε το τουφέκι του όταν είδε το ελάφι.
prime [sth] for [sth] vtr (prepare [sth] for action)προετοιμάζω κτ για κτ, ετοιμάζω κτ για κτ ρ μ + πρόθ
 Judith primed the machine, ready to start up as soon as it was needed.
 Η Τζούντιθ προετοίμασε το μηχάνημα ώστε να είναι έτοιμο να ξεκινήσει μόλις χρειαζόταν.
prime n (prime number) (μαθηματικά)πρώτος αριθμός φρ ως ουσ αρσ
 Primes can only be divided by themselves and 1.
 Οι πρώτοι αριθμοί διαιρούνται μόνο με τον εαυτό τους και το 1.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
prime [sb] vtr (prepare [sb])προετοιμάζω ρ μ
  (παλαιό: μαθητή)προγυμνάζω ρ μ
 Bethany wants to get into Oxbridge, so her teacher is priming her.
prime [sb] for [sth] vtr (prepare [sb] for [sth])προετοιμάζω κπ για κτ ρ μ + πρόθ
  (παλαιό: μαθητή)προγυμνάζω κπ για κτ ρ μ + πρόθ
 Bethany's teacher is priming her for her Oxbridge entrance exam.
prime [sth] vtr (put fluid into: a pump)προετοιμάζω ρ μ
 Keep an eye on the pressure gauge as you are priming the water pump.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Deputy Prime Minister n UK (head of government's second in command)Αντιπρόεδρος Κυβέρνησης φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  (λόγιος)Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως φρ ως ουσ αρσ/θηλ
in the prime of life,
in the prime of your life,
in your prime
expr
(when you are healthiest, happiest) (μεταφορικά)στο άνθος της ηλικίας μου, την ακμή της ζωής μου έκφρ
prime example n (best demonstration of [sth])άριστο παράδειγμα, ιδανικό παράδειγμα επίθ + ουσ ουδ
 The oil spill in the Gulf is a prime example of how not to drill off-shore.
prime location n (most desirable area)άριστη τοποθεσία επίθ + ουσ θηλ
 The new casino will be in a prime location between the airport and the stadium.
prime meridian n (line of longitude at 0°)πρώτος μεσημβρινός επίθ + ουσ αρσ
the Prime Meridian n (line of longitude at Greenwich)ο πρώτος μεσημβρινός περίφρ
  ο μεσημβρινός του Γκρίνουιτς περίφρ
prime minister,
Prime Minister
n
(head of government)πρωθυπουργός ουσ αρσ/θηλ
 Italy's prime minister has resigned after losing a confidence vote in the senate.
 In parliamentary systems the prime minister heads the government but is not the head of state.
 Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας παραιτήθηκε αφού έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης στη γερουσία. // Στα κοινοβουλευτικά συστήματα ο πρωθυπουργός είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης, δεν είναι όμως ο αρχηγός του κράτους.
prime mover n (philosophy: first cause)κύριος υποκινητής επίθ + ουσ αρσ
prime mover n (engine)κύριος κινητήρας επίθ + ουσ αρσ
  πηγή ενέργειας φρ ως ουσ θηλ
prime number n (figure divisible by itself and 1)πρώτος αριθμός φρ ως ουσ αρσ
 In their search for new prime numbers, mathematicians use supercomputers nowadays.
prime rate n (bank's lowest interest rate)βασικό επιτόκιο επίθ + ουσ ουδ
 Currently, the prime rate in the U.S. is 3.25%.
prime rib n (beef: meat from ribs)σπαλομπριζόλα ουσ θηλ
prime rib meat n (beef: meat from ribs)κρέας από τα πλευρά φρ ως ουσ ουδ
prime the pump v expr (stimulate [sth] to happen) (μεταφορικά)ανοίγω τον δρόμο περίφρ
  δρομολογώ τις εξελίξεις περίφρ
 The new frozen yogurt shop primed the pump with a day-long giveaway.
prime time n (tv, radio: peak hours)prime time, πράιμ τάιμ ουσ ουδ άκλ
  (ραδιόφωνο)ζώνη υψηλής ακροαματικότητας φρ ως ουσ θηλ
  (τηλεόραση)ζώνη υψηλής τηλεθέασης φρ ως ουσ θηλ
 TV channels broadcast their most popular programmes during prime time.
prime time,
prime-time,
primetime
n as adj
(in peak hours) (τηλεόραση)που προβάλλεται σε ζώνη υψηλής τηλεθέασης περίφρ
  (ραδιόφωνο)που παίζεται σε ζώνη υψηλής ακροαματικότητας περίφρ
  (καθομιλουμένη: και τα δύο)σε πράιμ τάιμ ζώνη περίφρ
Σχόλιο: hyphen or single-word form used when term is a modifier before another noun
 Television stations charge more for advertising on prime-time shows.
 Οι τηλεοπτικοί σταθμοί χρεώνουν παραπάνω τις διαφημιστικές εταιρείες για διαφημίσεις που προβάλλονται στη ζώνη υψηλής τηλεθέασης.
prime-ministerial,
prime ministerial
adj
(relating to a prime minister)πρωθυπουργικός επίθ
subprime,
sub-prime
adj
(loan: below prime rate) (δάνειο)υψηλού κινδύνου έκφρ
 The only thing the bank will give me is a subprime loan.
subprime mortgage,
sub-prime mortgage
n
(loan: below prime rate)ενυπόθηκο δάνειο υψηλού κινδύνου, στεγαστικό δάνειο μειωμένης πιστοληπτικής ικανότητας φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'prime' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is (still) in the prime of her life, is (still) in his prime, cut [down, short] in her prime, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση prime στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «prime».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!