binge

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbɪndʒ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/bɪndʒ/ ,USA pronunciation: respelling(binj)

Inflections of 'binge' (v): (⇒ conjugate)
binges
v 3rd person singular
binging
v pres p
binged
v past
binged
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
binge n (eating spree) (μτφ: πολύ φαγητό)κραιπάλη ουσ θηλ
  όργιο ουσ ουδ
  (επιθυμία για φαγητό)λαιμαργία ουσ θηλ
  (ανεπίσημο, μεταφορικά)τρώω τον άμπακο, τρώω τον αγλέουρα έκφρ
 I often have a binge late at night and tell myself I'll go on a diet in the morning.
 Συχνά έχω λαιμαργία αργά το βράδυ και λέω στον εαυτό μου πως θα ξεκινήσω δίαιτα το πρωί.
binge n (alcoholic drinking spree) (μτφ: πολύ ποτό)κραιπάλη ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)το ρίχνω στο ποτό έκφρ
  (ανεπίσημο, μεταφορικά)πίνω τ' άντερά μου έκφρ
 Ross has been on a drinking binge since his girlfriend dumped him.
 Ο Ρος το έχει ρίξει στο ποτό από τότε που τον παράτησε η φίλη του.
binge n (indulgence in [sth](καθομ: ελαφρώς αρνητικό)το παρακάνω με κτ έκφρ
  (ανεπίσημο, μεταφορικά)το ρίχνω σε κτ, πέφτω με τα μούτρα σε κτ έκφρ
  (κατά λέξη)κάνω κτ σε υπερβολικό βαθμό περίφρ
 On rainy days, I like to have a movie binge.
 Τις μέρες με βροχή, μου αρέσει να πέφτω με τα μούτρα στις ταινίες.
binge vi (eat to excess) (κατά λέξη)τρώω υπερβολικά πολύ περίφρ
  (καθομιλουμένη)παρατρώω ρ αμ
  (ανεπίσημο, μεταφορικά)πέφτω με τα μούτρα στο φαΐ, τρώω του σκασμού έκφρ
  (καθομιλουμένη)το παρακάνω με το φαΐ έκφρ
 Be careful not to binge when you are stressed.
 Πρόσεχε να μην τρως υπερβολικά πολύ όταν είσαι στρεσαρισμένος.
binge on [sth] vi + prep (eat [sth] to excess) (ανεπίσημο)σαβουριάζω ρ μ
  (καθομ, μτφ: σε κάτι)πλακώνομαι ρ αμ
  (καθομ, μτφ: σε κάτι)πέφτω με τα μούτρα έκφρ
 When I'm feeling down, I binge on chocolate.
 Όταν έχω τις μαύρες μου, πλακώνομαι στη σοκολάτα.
binge on [sth] vi + prep (indulge in [sth] excessively)το παρακάνω με κτ περίφρ
  (ανεπίσημο, μεταφορικά)πέφτω με τα μούτρα σε κτ έκφρ
 On weekends I like to curl up on the couch and binge on a box set.
binge vi (drink alcohol to excess) (κατά λέξη)πίνω υπερβολικά πολύ περίφρ
  (καθομιλουμένη)το παρακάνω με το ποτό έκφρ
  (ανεπίσημο)μπεκρουλιάζω ρ αμ
  (ανεπίσημο, μεταφορικά)πέφτω με τα μούτρα στο ποτό, πίνω τ' άντερά μου έκφρ
 College students binging at parties has become a widespread problem.
 Οι φοιτητές που πίνουν υπερβολικά πολύ στα πάρτυ είναι ένα πρόβλημα που έχει εξαπλωθεί.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
binge drinker n (drinks alcohol to excess)μεγάλος πότης επίθ + ουσ αρσ
  μπεκρής ουσ αρσ
  (μεταφορικά)γερό ποτήρι έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Προτείνονται ορισμένες εναλλακτικές που ενδέχεται να ταιριάζουν κατά περίπτωση.
binge drinking n (excessive alcohol consumption)υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 A lot of college students ruin their academic record because of binge drinking on the weekends.
binge-watch n (watching one TV show for hours)το να βλέπω επί ώρες περίφρ
  το να δω κάτι μονοκοπανιά περίφρ
  (μεταφορικά)μαραθώνιος ουσ αρσ
 If you fancy a binge-watch, all eight seasons of this show are available to stream.
binge-watch [sth] vtr (watch one TV show for hours)βλέπω μια σειρά για ώρες περίφρ
  βλέπω όλα τα επεισόδια μαζεμένα περίφρ
  (μεταφορικά)κάνω μαραθώνιο περίφρ
binge-watching n (watching TV for long time)το να βλέπω απανωτά επεισόδια περίφρ
  το να βλέπω κτ για ώρες περίφρ
  (πιο γενικά)κόλλημα με την τηλεόραση περίφρ
  κόλλημα με μια σειρά περίφρ
 I was guilty of binge-watching when I watched the entire series in one afternoon.
 Έχω φάει και εγώ κόλλημα με την τηλεόραση όταν είδα όλη τη σειρά σε ένα απόγευμα.
go on a binge v expr (indulge in [sth] excessively)το παρακάνω σε κτ έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'binge' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: binge [eating, drinking, smoking], went on [an eating, a drinking, a smoking] binge, is on [an eating] binge again, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση binge στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «binge».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!