worry

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwʌri/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈwɜri, ˈwʌr-/ ,USA pronunciation: respelling(wûrē, wurē)

Inflections of 'worry' (n): npl: worries
Inflections of 'worry' (v): (⇒ conjugate)
worries
v 3rd person singular
worrying
v pres p
worried
v past
worried
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
worry vi (feel uneasy)ανησυχώ ρ αμ
 I know he is eighteen, but I still worry when he goes out alone.
 We are safe, so please don't worry.
 Ξέρω ότι είναι δεκαοχτώ, αλλά ακόμα ανησυχώ όταν βγαίνει μόνος του. // Είμαστε ασφαλής, μην ανησυχείς σε παρακαλώ.
worry about [sth/sb] vi + prep (be concerned or anxious about)ανησυχώ για κτ/κπ ρ μ + πρόθ
 We're worried about your performance.
 I am worrying about increased unemployment in the country.
 Ανησυχούμε για την απόδοση σου. // Ανησυχώ για την αύξηση της ανεργίας στη χώρα.
worry [sb] vtr (trouble, bother)ανησυχώ ρ μ
 I don't want to worry you, but he is failing the class.
 Δεν θέλω να σε ανησυχήσω, αλλά δεν θα περάσει το μάθημα.
worry n uncountable (anxiety)άγχος ουσ ουδ
 Too much worry will cause stomach problems.
 Το υπερβολικό άγχος προκαλεί στομαχικά προβλήματα.
worry n (concern, preoccupation)έννοια, έγνοια ουσ θηλ
 That is not my worry.
 I have a lot of worries.
 Αυτό δεν είναι δικιά μου έννοια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
worry at [sth] vi + prep (fiddle with [sth])παίζω με κτ ρ αμ + πρόθ
 Jemma's hands worried at the beads of her necklace.
worry [sb],
worry [sb] with [sth]
vtr
UK (harass) (κάποιον με κάτι)ενοχλώ ρ μ
  (πιο σοβαρό)παρενοχλώ ρ μ
  (καθομιλουμένη: κπ με κτ)πρήζω ρ μ
 I have told him to leave me alone, but he is still worrying me with phone calls.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
don't worry interj informal (reassurance)μην ανησυχείς επιφ
 Don't worry, I am here right behind you.
 Μην ανησυχείς, είμαι εδώ, ακριβώς πίσω σου.
be sick with [sth] v expr (feel extreme: worry, anxiety, fear) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)με τρώει έκφρ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)τρελαίνομαι από κτ ρ αμ + προθ
  (αργκό)φρικάρω από κτ ρ αμ + προθ
 The boy's mother was sick with worry when he didn't come home.
 Το αγόρι δεν γύρισε σπίτι και τη μητέρα του την είχε φάει η αγωνία.
 Το αγόρι δεν γύρισε σπίτι και η μητέρα του είχε τρελαθεί από αγωνία.
 Το αγόρι δεν γύρισε σπίτι και η μητέρα του είχε φρικάρει από την αγωνία.
worry yourself sick v expr figurative (be anxious) (μεταφορικά)πεθαίνω από την αγωνία έκφρ
  αγωνιώ ρ αμ
 When I didn't hear from him for a month, I worried myself sick instead of calling him.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'worry' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: worry about [you, the future, your children], a [major, minor, big, huge] worry, worry [beads, dolls], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση worry στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «worry».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!