• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: worn out, wear out

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
worn out,
worn-out
adj
([sth]: no longer usable)φθαρμένος, χαλασμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
 This sheet's so worn out there's a hole in the middle.
 Αυτό το σεντόνι είναι τόσο φθαρμένο που έχει μια τρύπα στη μέση.
worn out adj (person: exhausted)κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, εξουθενωμένος, καταπονημένος μτχ πρκ
 We've been walking for miles; I'm too worn out to go any further.
 Joe was completely worn out after a long day at work.
 Περπατάμε μίλια ολόκληρα· είμαι πολύ κουρασμένος για να συνεχίσω. // Ο Τζόι ήταν εξουθενωμένος μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wear out vi phrasal (be destroyed through use)φθείρομαι ρ αμ
  παλιώνω ρ αμ
 If I use my toothbrush eight times a day, it will wear out quickly.
wear [sth] out,
wear out [sth]
vtr phrasal sep
(destroy through use)φθείρω ρ μ
  χαλάω ρ μ
  (κατά λέξη)χαλάω κτ από την πολύ χρήση περίφρ
 I loved that album when I was a kid; I played the tape until I wore it out.
wear [sb] out vtr phrasal sep (exhaust, tire)κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ ρ μ
 Hard work will wear you out if you do not take breaks.
 Η σκληρή δουλειά θα σε εξουθενώσει εάν δεν κάνεις διαλείμματα.
wear [sth] out,
wear [sth] through
vtr phrasal sep
(make a hole in [sth](μεταφορικά)λιώνω ρ μ
  τρυπάω, τρυπώ ρ μ
  φθείρω ρ μ
 Our children have worn out the knees of their trousers.
 Τα παιδιά μας έλιωσαν τα παντελόνια τους στα γόνατα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'worn out' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση worn out στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «worn out».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!