wiry

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwaɪəri/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈwaɪri/ ,USA pronunciation: respelling(wīərē)

Inflections of 'wiry' (adj):
wirier
adj comparative
wiriest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wiry adj figurative (person: thin and sinewy)λεπτός επίθ
  (μεταφορικά: ελάχιστο λίπος, πολλοί μυς)που έχει στεγνό σώμα περίφρ
  στεγνός επίθ
  λιπόσαρκος επίθ
 Jockeys are generally small and wiry chaps.
 Οι τζόκεϋ συνήθως είναι μικροκαμωμένοι και έχουν στεγνό σώμα.
wiry adj figurative (stiff, wire-like) (μαλλιά)σκληρός, τραχύς περίφρ
  (μόνο ίσια μαλλιά)σαν πράσα περίφρ
  (μεταφορικά: φουντωτά μαλλιά)ατίθασος επίθ
 You can't miss him – he has wiry red hair.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'wiry' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wiry στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wiry».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!