WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| sensible adj | (person: having common sense) | λογικός επίθ |
| | | συνετός επίθ |
| | (σε ορισμένες περιπτώσεις) | σκεπτόμενος επίθ |
| | Nathan is very sensible; he never does anything wild and spontaneous. |
| | Ο Νέιθαν είναι πολύ λογικός. Δεν κάνει ποτέ τίποτα άστοχα κι αυθόρμητα. |
| sensible adj | (reasonable) | λογικός, εύλογος επίθ |
| | | που έχει λογική, που έχει νόημα, που βγάζει νόημα περίφρ |
| | (επίσημο) | που εμφανίζει λογική συνέπεια περίφρ |
| | As you've just lost your job, not buying that car is a sensible decision. |
| | Είναι λογική η απόφαση να μην αγοράσεις εκείνο το αυτοκίνητο, καθώς μόλις έχασες τη δουλειά σου. |
| sensible adj | (practical, suitable) | κατάλληλος επίθ |
| | We'll be spending time on the farm today, so please wear sensible clothes. |
| | Θα αφιερώσουμε χρόνο στο αγρόκτημα σήμερα, γι' αυτό σας παρακαλώ φορέστε κατάλληλα ρούχα. |
| sensible of [sth] adj + prep | formal (aware) (με γενική) | που έχει επίγνωση περίφρ |
| | | που αναγνωρίζει κτ περίφρ |
| | Patricia was sensible of the kindness the Joneses were showing her by letting her stay with them. |
| | Η Πατρίσια είχε επίγνωση της καλοσύνης που της έδειχναν οι Τζόουνς επιτρέποντάς της να μένει μαζί τους. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| sensible adj | formal (considerable, noticeable) | αισθητός, εμφανής επίθ |
| | (κατά συνέπεια) | σημαντικός επίθ |
| | There is a sensible difference between the quality of work produced by these two employees. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: