sensible

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsɛnsɪbəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsɛnsəbəl/ ,USA pronunciation: respelling(sensə bəl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sensible adj (person: having common sense)λογικός επίθ
  συνετός επίθ
  (σε ορισμένες περιπτώσεις)σκεπτόμενος επίθ
 Nathan is very sensible; he never does anything wild and spontaneous.
 Ο Νέιθαν είναι πολύ λογικός. Δεν κάνει ποτέ τίποτα άστοχα κι αυθόρμητα.
sensible adj (reasonable)λογικός, εύλογος επίθ
  που έχει λογική, που έχει νόημα, που βγάζει νόημα περίφρ
  (επίσημο)που εμφανίζει λογική συνέπεια περίφρ
 As you've just lost your job, not buying that car is a sensible decision.
 Είναι λογική η απόφαση να μην αγοράσεις εκείνο το αυτοκίνητο, καθώς μόλις έχασες τη δουλειά σου.
sensible adj (practical, suitable)κατάλληλος επίθ
 We'll be spending time on the farm today, so please wear sensible clothes.
 Θα αφιερώσουμε χρόνο στο αγρόκτημα σήμερα, γι' αυτό σας παρακαλώ φορέστε κατάλληλα ρούχα.
sensible of [sth] adj + prep formal (aware) (με γενική)που έχει επίγνωση περίφρ
  που αναγνωρίζει κτ περίφρ
 Patricia was sensible of the kindness the Joneses were showing her by letting her stay with them.
 Η Πατρίσια είχε επίγνωση της καλοσύνης που της έδειχναν οι Τζόουνς επιτρέποντάς της να μένει μαζί τους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sensible adj formal (considerable, noticeable)αισθητός, εμφανής επίθ
  (κατά συνέπεια)σημαντικός επίθ
 There is a sensible difference between the quality of work produced by these two employees.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
sensible price n (reasonable cost)λογική τιμή έκφρ
 I hope I'll get a sensible price for my mother's old piano.
sensible shoes npl figurative (plain robust footwear) (άνετα, αλλά όχι μοντέρνα)πρακτικά παπούτσια επίθ + ουσ ουδ πλ
  (κατά λέξη)λογικά παπούτσια επίθ + ουσ ουδ πλ
 We will be doing a lot of walking during the day, so please make sure you wear sensible shoes.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'sensible' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a sensible [woman, parent, teacher, boss, individual], take a sensible approach towards, a sensible [way, method, solution] (to), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sensible στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sensible».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!