watered

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwɔːtəd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(wôtərd, wotərd)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: watered, water

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
watered adj (place: having bodies of water)που έχει νερό περίφρ
  που έχει νερά περίφρ
  (π.χ. θάλασσα, λίμνη)που βρέχεται από κτ περίφρ
watered adj (place: getting precipitation)που δέχεται βροχοπτώσεις περίφρ
  όπου βρέχει περίφρ
watered adj (irrigated)ποτισμένος μτχ πρκ
watered adj (diluted with water)νερωμένος μτχ πρκ
  αραιωμένος μτχ πρκ
watered adj (cloth, etc.: having a wavy pattern)με νερά περίφρ
  που κάνει νερά περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
water n (liquid)νερό ουσ ουδ
  (καθαρεύουσα, επίσημο)ύδωρ ουσ ουδ
 There was water on the floor where the bath had overflowed.
 Υπήρχε νερό στο πάτωμα εκεί που είχε ξεχειλίσει η μπανιέρα.
water n (drink)νερό ουσ ουδ
 Waiter, please bring us some water.
 Μπορείς να μας φέρεις λίγο νερό;
water n (glass of water)ποτήρι νερό ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)νερό ουσ ουδ
 Waiter, please bring us three waters.
 Γκαρσόν, μπορείς να μας φέρεις τρία ποτήρια νερό;
 Γκαρσόν, μπορείς να μας φέρεις τρία νερά;
water [sth] vtr (irrigate)ποτίζω ρ μ
 I need to water the plants.
 Πρέπει να ποτίσω τα φυτά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
waters npl (amniotic fluid)νερά ουσ ουδ πλ
 The pregnant woman's waters broke at 2.30 am.
water n US (amniotic fluid)νερά ουσ ουδ πλ
water adj (relating to water)νερο- πρόθημα
  (προορίζεται για νερό)του νερού περίφρ
  (περιέχει νερό)με το νερό με το νερό
 Can you get the water bottle for me?
water n (rain)νερό ουσ ουδ
 After the storm, there were puddles of water everywhere.
water n (contents of a river, ocean)νερό ουσ ουδ
 I'm going swimming in the water. Are you coming?
water n (tide)νερά ουσ ουδ πλ
 The water is rising. Let's move our beach towels.
water n (surface of a lake, pond)νερό ουσ ουδ
 Look how smooth the water is in the morning.
water n (a liquid solution)νερό με κτ περίφρ
  -νερό επίθημα
  διάλυμα ουσ ουδ
 Some people say you should drink sugar water when you are ill.
waters npl (territorial)νερά ουσ ουδ πλ
  (επίσημο)χωρικά ύδατα επίθ + ουσ ουδ πλ
 We are in French waters now.
water vi (discharge)βγάζω υγρό περίφρ
  τρέχω ρ αμ
 The sore on Fred's leg started watering.
water vi (secrete)δακρύζω ρ μ
 Alison's eyes started to water.
water [sth] vtr (animals)ποτίζω ρ μ
  (συνήθως για κατοικίδια)δίνω νερό σε κτ έκφρ
 You need to feed and water the horses.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
watered | water
ΑγγλικάΕλληνικά
watered-down adj literal (diluted)αραιωμένος μτχ πρκ
watered-down adj figurative (weakened, made milder)αποδυναμωμένος μτχ πρκ
  εξασθενημένος μτχ πρκ
  λιγότερο ουσιαστικός περίφρ
  ουσιωδώς τροποποιημένος περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'watered' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση watered στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «watered».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!