• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: urging, urge

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
urging n (encouragement, prompting)ενθάρρυνση ουσ θηλ
  προτροπή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)σπρώξιμο ουσ ουδ
 No amount of urging from his parents could make Robert revise for his exams.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
urge n (desire)ορμή ουσ θηλ
  παρόρμηση ουσ θηλ
  έντονη επιθυμία, σφοδρή επιθυμία επίθ + ουσ θηλ
  (μεταφορικά)ανάγκη ουσ θηλ
 When Robert reads reports of people suffering, he feels an urge to help them.
 Όταν ο Ρόμπερτ διαβάζει ρεπορτάζ για ανθρώπους που υποφέρουν, νιώθει μια έντονη επιθυμία να τους βοηθήσει.
urge [sb],
urge [sb] to do [sth]
vtr
(encourage) (κπ να κάνει κτ)παροτρύνω, προτρέπω, ενθαρρύνω, ωθώ ρ μ
  (μτφ, καθομ: κπ να κάνει κτ)σπρώχνω ρ μ
 Helen's teacher urged her to apply for a university place.
 Ο δάσκαλος της Έλεν την παρότρυνε να κάνει αίτηση για μια θέση στο πανεπιστήμιο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
urge [sth] upon [sb] vtr + prep (impress importance of)τονίζω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
 The preacher urged the importance of helping the poor upon his congregation.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
urge | urging
ΑγγλικάΕλληνικά
urge [sb] on vtr phrasal sep (encourage, incite)ενθαρρύνω ρ μ
 The crowd urged the player on with shouts of encouragement.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
urge | urging
ΑγγλικάΕλληνικά
sexual urge n (lustful desire)σεξουαλική ανάγκη επίθ + ουσ θηλ
  (επίσημο)γενετήσια ορμή επίθ + ουσ θηλ
 The sexual urge is necessary to the continuation of our species.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'urging' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση urging στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «urging».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!