WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| tout for [sth] vi + prep | (solicit blatantly) (αργκό, μεταφορικά: πελατεία) | ψαρεύω ρ μ |
| | The business was touting for customers by sending out a mailshot. |
| | Η εταιρεία ψάρευε πελάτες στέλνοντας διαφημιστικά έντυπα. |
| tout [sth]⇒ vtr | (try to sell blatantly) | πλασάρω ρ αμ |
| | (χωρίς αρνητική έννοια) | διαφημίζω ρ μ |
| | | συνιστώ κτ επίμονα περίφρ |
| | The sales rep was knocking on all the doors in the street, touting his wares. |
| | Ο αντιπρόσωπος πωλήσεων πήγαινε από πόρτα σε πόρτα πλασάροντας τα προϊόντα του |
| tout n | UK (ticket scalper) (μεταφορικά: όχι το άτομο) | μαύρη αγορά έκφρ |
| | (κατά λέξη) | πωλητής της μαύρης αγοράς περίφρ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| | Tickets have sold out on all the official sites, so we'll have to try and get some from a tout. |
| | Τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί σε όλα τους επίσημους ιστότοπους, και έτσι θα πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε κάποια στη μαύρη αγορά. |
| tout n | (pushy seller, promoter) | επίμονος πωλητής, επίμονη πωλήτρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ |
| | (αποδοκιμασίας) | φορτικός πωλητής, φορτική πωλήτρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ |
| | The tout was pressing Peter to buy from him. |
| | Ο επίμονος πωλητής πίεζε τον Πίτερ να αγοράσει από αυτόν. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| tout [sth/sb]⇒ vtr | (promote, publicize) | προωθώ ρ μ |
| | | διαφημίζω ρ μ |
| | (τα πλεονεκτήματα) | διατυμπανίζω ρ μ |
| | The manager was busy touting his band. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: