WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| surcharge n | (extra charge) | επιβάρυνση ουσ θηλ |
| | | πρόσθετη χρέωση, πρόσθετη επιβάρυνση επίθ + ουσ θηλ |
| | (στην τιμή) | προσαύξηση ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | επιπλέον χρέωση φρ ως ουσ θηλ |
| | There's a surcharge for having breakfast in your room. |
| surcharge n | (excessive load) (κατάσταση) | υπερφόρτωση ουσ θηλ |
| | (αίτιο) | υπερβολικός επίθ |
| | | πλεονάζων επίθ |
| | The surcharge of water caused the river to overflow its banks. |
| | Ο πλεονάζων όγκος νερού προκάλεσε την υπερχείλιση του ποταμού. |
| surcharge [sth/sb]⇒ vtr | (physically overload) | υπερφορτώνω ρ μ |
| | (ανεπίσημο) | παραφορτώνω ρ μ |
| | The extra traffic surcharged the bridge to the point where it was on the brink of collapse. |
| surcharge [sb] with [sth] vtr + prep | figurative (overload) | φορτώνω κπ με κτ ρ μ + πρόθ |
| | (επίσημο: με κτ δυσάρεστο) | επιφορτίζω κπ με κτ ρ μ + πρόθ |
| | Dan's boss surcharged him with work. |