slate

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsleɪt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/sleɪt/ ,USA pronunciation: respelling(slāt)

Inflections of 'slate' (v): (⇒ conjugate)
slates
v 3rd person singular
slating
v pres p
slated
v past
slated
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
slate n (type of flat rock)σχιστόλιθος ουσ αρσ
 Slate is a type of rock that can be split into layers.
 Ο σχιστόλιθος είναι ένα είδος πέτρας που μπορεί να χωριστεί σε στρώσεις.
slate n (small chalkboard)πλάκα ουσ θηλ
  (παλαιότερος τύπος)αβάκιο ουσ ουδ
  πινάκιο ουσ ουδ
 School pupils in the nineteenth century used to write on slates.
 Οι μαθητές του σχολείου τον δέκατο ένατο αιώνα έγραφαν σε πινάκια.
slate n (rock for roofing)πλάκα σχιστολίθου περίφρ
 Our house has a roof covering of slates.
 Το σπίτι μας έχει μια σκεπή φτιαγμένη από πλάκες σχιστολίθου.
slate n mainly US (list of candidates)λίστα υποψηφίων φρ ως ουσ θηλ
slate [sth] vtr (cover with slates)πλακοστρώνω ρ μ
  (κατά λέξη)καλύπτω με πλάκες σχιστόλιθου, στρώνω με πλάκες σχιστόλιθου περίφρ
 Mike decided to slate the roof, rather than using tiles.
 Ο Μάικ αποφάσισε να καλύψει την σκεπή με πλάκες σχιστόλιθου αντί να χρησιμοποιήσει πλακάκια.
slate [sth] for [sth] vtr + prep mainly, US figurative, often passive (plan, schedule)προορίζω κτ για κτ ρ μ + πρόθ
  (καθομ: εγώ ο ίδιος)πάω για κτ ρ αμ + πρόθ
 The factory is slated for closure.
 Το εργοστάσιο πάει για κλείσιμο.
slate [sb] for [sth] vtr + prep mainly US, figurative, often passive (put on a shortlist) (κατά λέξη)επιλέγω κπ ως υποψήφιο για κτ περίφρ
  (καθομ: θέλω να γίνει)προορίζω κπ για κτ ρ μ + πρόθ
 This senator is slated for vice president in a few years.
 Αυτός ο γερουσιαστής προορίζεται για αντιπρόεδρος σε μερικά χρόνια.
slate [sb] to do [sth] v expr figurative, often passive (put on a shortlist)επιλέγω κπ για να κάνει κτ περίφρ
  (καθομ: από πολλούς)ξεδιαλέγω κπ για να κάνει κτ περίφρ
  (κατά λέξη)επιλέγω κπ ως υποψήφιο για κτ περίφρ
  (καθομιλουμένη: θέλω)προορίζω κπ για να κάνει κτ ρ μ + πρόθ
 Five actors are slated to win the prestigious award.
slate [sth/sb] vtr UK, informal, often passive (give a bad review) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)χαντακώνω, θάβω ρ μ
  (μεταφορικά)κατακεραυνώνω ρ μ
  (άτομο)επικρίνω σκληρά ρ μ + πρόθ
 The critics slated the author's latest novel.
 Οι κριτικοί έθαψαν το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
slate adj (dark gray in color)σκούρος γκρι φρ ως επίθ
 Rupert wore a slate suit with a green tie.
slate n (color: dark gray)σκούρο γκρι επίθ + ουσ ουδ
 Slate is a popular colour for laptops.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
blank slate n figurative (chance to start over) (μεταφορικά)δεύτερη ευκαιρία ουσ θηλ
 Many people see the start of a new year as a blank slate; a chance to leave failures behind them and start afresh.
blank slate n figurative (person: inexperienced)άπειρος ουσ αρσ
 This child is a blank slate; she has everything still to learn.
 Αυτό το κορίτσι είναι άπειρο, πρέπει να μάθει τα πάντα.
clean slate n figurative, US (clean sheet: unblemished record)νέο ξεκίνημα επίθ + ουσ ουδ
  νέα αρχή επίθ + ουσ θηλ
 Emma was pleased to be moving to a new town; she felt as though she had a clean slate.
start with a clean slate,
also UK: start with a clean sheet
v expr
figurative (be allowed a fresh start)κάνω μια νέα αρχή έκφρ
wipe the slate clean v expr figurative (begin afresh)κάνω μια νέα αρχή έκφρ
  σβήνω το παρελθόν, ξεχνάω το παρελθόν έκφρ
 Let's just wipe the slate clean and forget about past mistakes.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'slate' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the [pool, snooker] table has a slate base, has a slate [surface, covering, underlayer], slate [floors, flooring, paths], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση slate στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «slate».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!