Κύριες μεταφράσεις |
slate n | (type of flat rock) | σχιστόλιθος ουσ αρσ |
| Slate is a type of rock that can be split into layers. |
| Ο σχιστόλιθος είναι ένα είδος πέτρας που μπορεί να χωριστεί σε στρώσεις. |
slate n | (small chalkboard) | πλάκα ουσ θηλ |
| (παλαιότερος τύπος) | αβάκιο ουσ ουδ |
| | πινάκιο ουσ ουδ |
| School pupils in the nineteenth century used to write on slates. |
| Οι μαθητές του σχολείου τον δέκατο ένατο αιώνα έγραφαν σε πινάκια. |
slate n | (rock for roofing) | πλάκα σχιστολίθου περίφρ |
| Our house has a roof covering of slates. |
| Το σπίτι μας έχει μια σκεπή φτιαγμένη από πλάκες σχιστολίθου. |
slate n | mainly US (list of candidates) | λίστα υποψηφίων φρ ως ουσ θηλ |
slate [sth]⇒ vtr | (cover with slates) | πλακοστρώνω ρ μ |
| (κατά λέξη) | καλύπτω με πλάκες σχιστόλιθου, στρώνω με πλάκες σχιστόλιθου περίφρ |
| Mike decided to slate the roof, rather than using tiles. |
| Ο Μάικ αποφάσισε να καλύψει την σκεπή με πλάκες σχιστόλιθου αντί να χρησιμοποιήσει πλακάκια. |
slate [sth] for [sth] vtr + prep | mainly, US figurative, often passive (plan, schedule) | προορίζω κτ για κτ ρ μ + πρόθ |
| (καθομ: εγώ ο ίδιος) | πάω για κτ ρ αμ + πρόθ |
| The factory is slated for closure. |
| Το εργοστάσιο πάει για κλείσιμο. |
slate [sb] for [sth] vtr + prep | mainly US, figurative, often passive (put on a shortlist) (κατά λέξη) | επιλέγω κπ ως υποψήφιο για κτ περίφρ |
| (καθομ: θέλω να γίνει) | προορίζω κπ για κτ ρ μ + πρόθ |
| This senator is slated for vice president in a few years. |
| Αυτός ο γερουσιαστής προορίζεται για αντιπρόεδρος σε μερικά χρόνια. |
slate [sb] to do [sth] v expr | figurative, often passive (put on a shortlist) | επιλέγω κπ για να κάνει κτ περίφρ |
| (καθομ: από πολλούς) | ξεδιαλέγω κπ για να κάνει κτ περίφρ |
| (κατά λέξη) | επιλέγω κπ ως υποψήφιο για κτ περίφρ |
| (καθομιλουμένη: θέλω) | προορίζω κπ για να κάνει κτ ρ μ + πρόθ |
| Five actors are slated to win the prestigious award. |
slate [sth/sb]⇒ vtr | UK, informal, often passive (give a bad review) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) | χαντακώνω, θάβω ρ μ |
| (μεταφορικά) | κατακεραυνώνω ρ μ |
| (άτομο) | επικρίνω σκληρά ρ μ + πρόθ |
| The critics slated the author's latest novel. |
| Οι κριτικοί έθαψαν το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα. |