• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: shuffling, shuffle

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shuffling adj (gait: draggy) (επίσημο: ιατρική, βάδιση)μετατοπισμένος επίθ
  (καθομιλουμένη)με σούρσιμο των ποδιών περίφρ
 The old lady moved with a shuffling gait.
shuffling adj (manner: evasive)με τρόπο που υπεκφεύγει περίφρ
  με τρόπο που αποφεύγει κτ περίφρ
 The politician responded to the question with a shrug and a shuffling mumble.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shuffle vi (walk slowly)σέρνω τα πόδια μου έκφρ
  (ανεπίσημο, μεταφορικά)σέρνομαι ρ αμ
 The old man shuffled along the street.
 Ο ηλικιωμένος άνδρας έσυρε τα πόδια του κατά μήκος του δρόμου.
shuffle vi (mix playing cards)ανακατεύω ρ αμ
  ανακατεύω τα χαρτιά, ανακατεύω την τράπουλα περίφρ
 Emma shuffled and then dealt.
shuffle [sth] vtr (playing cards: mix randomly)ανακατεύω ρ μ
 The dealer shuffled the pack.
 Αυτός που μοίραζε ανακάτεψε την τράπουλα.
shuffle [sth] vtr (mix carelessly)ανακατεύω ρ μ
 The boss shuffled his papers nervously, not knowing what to say to the employee he had just fired.
 Το αφεντικό ανακάτεψε τα χαρτιά του νευρικά χωρίς να ξέρει τι να πει στον υπάλληλο που είχε μόλις απολύσει.
shuffle [sth/sb] vtr (employees: reassign jobs)αναδιοργανώνω ρ μ
  (σε κτ/κπ)κάνω ανακατατάξεις περίφρ
  αλλάζω θέσεις, αλλάζω πόστο περίφρ
 The company is shuffling its staff in an effort to save jobs, but still cut costs.
 Η εταιρεία κάνει ανακατατάξεις στο προσωπικό της σε μια προσπάθεια να κρατήσει τις θέσεις εργασίας, μειώνοντας παράλληλα το κόστος.
shuffle n (slow walk)σύρσιμο των ποδιών περίφρ
 The old lady moved across the road at a shuffle.
 Η ηλικιωμένη κυρία διέσχισε τον δρόμο με ένα σύρσιμο των ποδιών της.
shuffle n (random mixing of playing cards)ανακάτεμα ουσ ουδ
 One of the players complained that the shuffle hadn't been thorough enough.
 Ένας από τους παίχτες παραπονέθηκε πως το ανακάτεμα δεν ήταν αρκετά καλό.
shuffle n (music player: random order)τυχαία αναπαραγωγή επίθ + ουσ θηλ
  shuffle ουσ ουδ άκλ
 James put his music player on shuffle.
 Ο Τζέιμς έβαλε τη συσκευή μουσικής σε τυχαία αναπαραγωγή.
shuffle n (mixing, changing)ανακάτεμα ουσ ουδ
  αλλαγή ουσ θηλ
 The curator decided it was time for a shuffle so that new artworks could be exhibited.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shuffle n (rustling sound)ήχος ανακατέματος περίφρ
  ήχος κίνησης περίφρ
  (μεταφορικά: ο ήχος)ανακάτεμα ουσ ουδ
  κίνηση ουσ θηλ
 Lauren thought she was alone in the office, but then she heard the shuffle of papers behind her.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
shuffle | shuffling
ΑγγλικάΕλληνικά
shuffle [sth] around vtr phrasal sep (move [sth] quickly around)ανακατεύω, μπερδεύω ρ μ
 The man shuffled the cups around and asked the audience to say which one the ball was under.
shuffle [sth] off,
shuffle off [sth]
vtr phrasal sep
(get rid of, shirk)ξεφορτώνομαι ρ αμ
  φορτώνω κτ σε άλλον περίφρ
 My boss was in the habit of shuffling his work off onto the rest of us.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
shuffle | shuffling
ΑγγλικάΕλληνικά
shuffle off vi + adv (walk away with short steps)απομακρύνομαι ρ αμ
  φεύγω ρ αμ
  φεύγω αργά, απομακρύνομαι αργά ρ αμ + επίρ
  φεύγω αργοπερπατώντας ρ αμ + μτχ ενεστ
shuffle over vi + adv (drag your feet in approaching) (μτφ: σέρνω τα πόδια μου)σέρνομαι ρ αμ
 The old man shuffled over to the desk.
shuffle the cards v expr (playing cards: mix up the deck)ανακατεύω τράπουλα/χαρτιά έκφρ
 You need to shuffle the cards before you start the poker game.
shuffle your feet v expr (walk slowly)σέρνω τα πόδια μου έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση shuffling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «shuffling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!