| Κύριες μεταφράσεις |
| shuffle⇒ vi | (walk slowly) | σέρνω τα πόδια μου έκφρ |
| | (ανεπίσημο, μεταφορικά) | σέρνομαι ρ αμ |
| | The old man shuffled along the street. |
| | Ο ηλικιωμένος άνδρας έσυρε τα πόδια του κατά μήκος του δρόμου. |
| shuffle vi | (mix playing cards) | ανακατεύω ρ αμ |
| | | ανακατεύω τα χαρτιά, ανακατεύω την τράπουλα περίφρ |
| | Emma shuffled and then dealt. |
| shuffle [sth]⇒ vtr | (playing cards: mix randomly) | ανακατεύω ρ μ |
| | The dealer shuffled the pack. |
| | Αυτός που μοίραζε ανακάτεψε την τράπουλα. |
| shuffle [sth] vtr | (mix carelessly) | ανακατεύω ρ μ |
| | The boss shuffled his papers nervously, not knowing what to say to the employee he had just fired. |
| | Το αφεντικό ανακάτεψε τα χαρτιά του νευρικά χωρίς να ξέρει τι να πει στον υπάλληλο που είχε μόλις απολύσει. |
| shuffle [sth/sb]⇒ vtr | (employees: reassign jobs) | αναδιοργανώνω ρ μ |
| | (σε κτ/κπ) | κάνω ανακατατάξεις περίφρ |
| | | αλλάζω θέσεις, αλλάζω πόστο περίφρ |
| | The company is shuffling its staff in an effort to save jobs, but still cut costs. |
| | Η εταιρεία κάνει ανακατατάξεις στο προσωπικό της σε μια προσπάθεια να κρατήσει τις θέσεις εργασίας, μειώνοντας παράλληλα το κόστος. |
| shuffle n | (slow walk) | σύρσιμο των ποδιών περίφρ |
| | The old lady moved across the road at a shuffle. |
| | Η ηλικιωμένη κυρία διέσχισε τον δρόμο με ένα σύρσιμο των ποδιών της. |
| shuffle n | (random mixing of playing cards) | ανακάτεμα ουσ ουδ |
| | One of the players complained that the shuffle hadn't been thorough enough. |
| | Ένας από τους παίχτες παραπονέθηκε πως το ανακάτεμα δεν ήταν αρκετά καλό. |
| shuffle n | (music player: random order) | τυχαία αναπαραγωγή επίθ + ουσ θηλ |
| | | shuffle ουσ ουδ άκλ |
| | James put his music player on shuffle. |
| | Ο Τζέιμς έβαλε τη συσκευή μουσικής σε τυχαία αναπαραγωγή. |
| shuffle n | (mixing, changing) | ανακάτεμα ουσ ουδ |
| | | αλλαγή ουσ θηλ |
| | The curator decided it was time for a shuffle so that new artworks could be exhibited. |