WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
set [sth] aside, set aside [sth] vtr phrasal sep | (put to one side) | παραμερίζω ρ μ |
| | αφήνω κτ στην άκρη έκφρ |
| I set aside my work to check on the baby. |
| Set your pencils aside and read through the test first. |
| Παραμέρισα τη δουλειά μου για να ελέγξω το μωρό. |
| Αφήστε τα μολύβια στην άκρη και ρίξτε πρώτα μια ματιά στο τεστ. |
set [sth] aside, set aside [sth] vtr phrasal sep | figurative (disregard temporarily) (μεταφορικά) | βάζω στην άκρη, παραμερίζω έκφρ |
| Set your fears aside and jump into the water. |
| Παραμερίστε τους φόβους σας και πηδήξτε στο νερό. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
set-aside n | (government: [sth] for a specific purpose) | κτ που έχει δεσμευτεί για συγκεκριμένο σκοπό |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
set-aside n | (government: land for wildlife, etc.) | έκταση γης που έχει δεσμευτεί για συγκεκριμένο σκοπό |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
set-aside n | US (government: reserved funds, production) | κεφάλαιο που έχει δεσμευτεί για συγκεκριμένο σκοπό |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
set-aside n | (government: reserved farmland) | αγροτική γη που έχει δεσμευτεί για συγκεκριμένο σκοπό |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |