satisfied

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsætɪsfaɪd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsætɪsˌfaɪd/ ,USA pronunciation: respelling(satis fīd′)

From the verb satisfy: (⇒ conjugate)
satisfied is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: satisfied, satisfy

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
satisfied adj (person: content, happy)ικανοποιημένος, ευχαριστημένος μτχ πρκ
 The cake was so rich, just two mouthfuls left Kay satisfied.
satisfied with [sth] adj + prep (content with [sth])ικανοποιημένος μτχ πρκ
  ευχαριστημένος μτχ πρκ
 Rob was satisfied with his grade for the assignment.
satisfied adj (pleased, happy) (σε γενική)ικανοποίησης, ευχαρίστησης ουσ ως επίθ
 Rachel finished her meal and leaned back in her chair with a satisfied smile.
 Η Ρέιτσελ τελείωσε το γεύμα της και έγειρε στην καρέκλα της με ένα χαμόγελο ικανοποίησης (or: ευχαρίστησης).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
satisfy [sb] vtr (person)ικανοποιώ ρ μ
  ευχαριστώ ρ μ
 Harry's boss is very demanding; it's difficult to satisfy her.
 Το αφεντικό του Χάρι είναι πολύ απαιτητικό. Είναι δύσκολο να την ικανοποιήσει κανείς.
satisfy [sth] vtr (desire)ικανοποιώ ρ μ
 Nancy drank the water until she had satisfied her thirst.
 Η Νάνσι ήπιε νερό μέχρι να ικανοποιήσει τη δίψα της.
satisfy [sth] vtr (requirement)ικανοποιώ ρ μ
  (επίσημο)πληρώ ρ μ
Σχόλιο: πληρώ, πληροίς, πληροί, πληρούμε, πληροίτε, πληρούν
 The panel checked that the candidate satisfied the conditions for applying for the job.
 Η επιτροπή έλεγξε εάν ο υποψήφιος πληρούσε τις προϋποθέσεις για να κάνει αίτηση για τη θέση εργασίας.
satisfy [sb] of [sth] vtr + prep (relieve [sb] of doubt) (κάποιον για κάτι)πείθω περίφρ
 The defendant satisfied the jury of his innocence.
 Ο κατηγορούμενος έπεισε τους ενόρκους για την αθωότητά του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
satisfied | satisfy
ΑγγλικάΕλληνικά
highly satisfied adj (extremely content)απόλυτα ικανοποιημένος επίθ
 The committee is highly satisfied with your report and you will be generously rewarded.
self-satisfied adj (smug)ματαιόδοξος επίθ
  (καθομιλουμένη)ψωνισμένος μτχ πρκ
  ψώνιο ουσ ουδ
 Kevin bowled a strike and then turned around with a self-satisfied look on his face.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'satisfied' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a satisfied [customer, client, user, consumer], another satisfied customer!, is satisfied with the (new) [job, salary, conditions], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση satisfied στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «satisfied».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!