WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| satisfied adj | (person: content, happy) | ικανοποιημένος, ευχαριστημένος μτχ πρκ |
| | The cake was so rich, just two mouthfuls left Kay satisfied. |
| satisfied with [sth] adj + prep | (content with [sth]) | ικανοποιημένος μτχ πρκ |
| | | ευχαριστημένος μτχ πρκ |
| | Rob was satisfied with his grade for the assignment. |
| satisfied adj | (pleased, happy) (σε γενική) | ικανοποίησης, ευχαρίστησης ουσ ως επίθ |
| | Rachel finished her meal and leaned back in her chair with a satisfied smile. |
| | Η Ρέιτσελ τελείωσε το γεύμα της και έγειρε στην καρέκλα της με ένα χαμόγελο ικανοποίησης (or: ευχαρίστησης). |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| satisfy [sb]⇒ vtr | (person) | ικανοποιώ ρ μ |
| | | ευχαριστώ ρ μ |
| | Harry's boss is very demanding; it's difficult to satisfy her. |
| | Το αφεντικό του Χάρι είναι πολύ απαιτητικό. Είναι δύσκολο να την ικανοποιήσει κανείς. |
| satisfy [sth]⇒ vtr | (desire) | ικανοποιώ ρ μ |
| | Nancy drank the water until she had satisfied her thirst. |
| | Η Νάνσι ήπιε νερό μέχρι να ικανοποιήσει τη δίψα της. |
| satisfy [sth] vtr | (requirement) | ικανοποιώ ρ μ |
| | (επίσημο) | πληρώ ρ μ |
| Σχόλιο: πληρώ, πληροίς, πληροί, πληρούμε, πληροίτε, πληρούν |
| | The panel checked that the candidate satisfied the conditions for applying for the job. |
| | Η επιτροπή έλεγξε εάν ο υποψήφιος πληρούσε τις προϋποθέσεις για να κάνει αίτηση για τη θέση εργασίας. |
| satisfy [sb] of [sth] vtr + prep | (relieve [sb] of doubt) (κάποιον για κάτι) | πείθω περίφρ |
| | The defendant satisfied the jury of his innocence. |
| | Ο κατηγορούμενος έπεισε τους ενόρκους για την αθωότητά του. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: