proud

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpraʊd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/praʊd/ ,USA pronunciation: respelling(proud)

Inflections of 'proud' (adj):
prouder
adj comparative
proudest
adj superlative

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
proud adj (pleased, satisfied)περήφανος επίθ
 You've done so well in school this semester; I'm so proud.
proud of [sth] adj + prep (feeling pleased, satisfied with [sth](για κάτι/κάποιον)περήφανος επίθ
  υπερήφανος επίθ
 Ralph was proud of his success.
 Ο Ραλφ ήταν περήφανος για την επιτυχία της.
proud of yourself adj (happy with own achievements)περήφανος επίθ
  (κατά λέξη)περήφανος για τον εαυτό μου φρ ως επίθ
 The teacher told the students that they could all feel proud of themselves.
proud of [sb] adj + prep (happy with [sb] else's achievements)περήφανος για κπ επίθ + πρόθ
 I am proud of my daughter for finishing her first marathon.
proud adj (showing pride)περήφανος, υπερήφανος επίθ
  γεμάτος περηφάνια, γεμάτος υπερηφάνεια φρ ως επίθ
  (καθομιλουμένη)γεμάτος καμάρι φρ ως επίθ
 The camera captured her father's proud smile as she collected her trophy.
 Η κάμερα κατέγραψε το περήφανο χαμόγελο του πατέρα της ενώ εκείνη παραλάμβανε το έπαθλό της.
 Η κάμερα κατέγραψε το γεμάτο περηφάνια χαμόγελο του πατέρα της ενώ εκείνη παραλάμβανε το έπαθλό της.
proud adj (honoring [sth], [sb])τιμητικός επίθ
  προς τιμήν έκφρ
 The war memorial is a proud monument.
 Το μνημείο πεσόντων πολέμου είναι ένα τιμητικό μνημείο.
proud adj (haughty, smug) (αυτοθαυμασμός)αυτάρεσκος επίθ
  (αίσθημα ανωτερότητας)υπεροπτικός, αλαζονικός επίθ
 Nobody liked Nick's proud smirk.
 Σε κανέναν δεν αρέσει το αλαζονικό χαμόγελο του Νικ.
proud adj UK (jutting out)που προεξέχει περίφρ
  προεξέχων μτχ ενεστ
  (καθομιλουμένη, μτφ)πεταχτός επίθ
  που πετάει περίφρ
 Hugh is known for his proud chin.
 Ο Χιού είναι γνωστός για το προεξέχον πηγούνι του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
proud adj (arousing pride)προκαλεί αίσθημα υπερηφάνειας, προκαλεί αίσθημα περηφάνιας περίφρ
  προκαλεί υπερηφάνεια, προκαλεί περηφάνια περίφρ
 The national anthem is a proud song.
 Ο εθνικός ύμνος είναι ένα τραγούδι που προκαλεί αίσθημα υπερηφάνειας.
proud adj (imposing)επιβλητικός επίθ
 The proud bank building towered over the street.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
houseproud,
house-proud
adj
(attentive to appearance and upkeep of one's home)καμαρώνω για το σπίτι μου ρ εκφρ
  περήφανος για το σπίτι μου έκφρ
make [sb] proud v expr (cause [sb] to feel pride)κάνω κπ περήφανο, κάνω κπ υπερήφανο περίφρ
 Your performance at the concert made me proud.
proud moment n (moment when pride is felt)στιγμή περηφάνειας φρ ως ουσ θηλ
  στιγμή που νιώθω υπερηφάνεια, στιγμή που νιώθω περήφανος φρ ως ουσ θηλ
 It was a proud moment for them when their son received his degree.
stand proud (of [sth]) vi + adj (jut out)προεξέχω ρ αμ
too proud adj (arrogant)υπερόπτης, αλαζόνας επίθ
 He is too proud to admit he made a mistake.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'proud' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: am (very) proud to be [a part of, your], proud to [announce, present, call myself], proud to say that, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση proud στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «proud».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!