satisfy

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsætɪsfaɪ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsætɪsˌfaɪ/ ,USA pronunciation: respelling(satis fī′)

Inflections of 'satisfy' (v): (⇒ conjugate)
satisfies
v 3rd person singular
satisfying
v pres p
satisfied
v past
satisfied
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
satisfy [sb] vtr (person)ικανοποιώ ρ μ
  ευχαριστώ ρ μ
 Harry's boss is very demanding; it's difficult to satisfy her.
 Το αφεντικό του Χάρι είναι πολύ απαιτητικό. Είναι δύσκολο να την ικανοποιήσει κανείς.
satisfy [sth] vtr (desire)ικανοποιώ ρ μ
 Nancy drank the water until she had satisfied her thirst.
 Η Νάνσι ήπιε νερό μέχρι να ικανοποιήσει τη δίψα της.
satisfy [sth] vtr (requirement)ικανοποιώ ρ μ
  (επίσημο)πληρώ ρ μ
Σχόλιο: πληρώ, πληροίς, πληροί, πληρούμε, πληροίτε, πληρούν
 The panel checked that the candidate satisfied the conditions for applying for the job.
 Η επιτροπή έλεγξε εάν ο υποψήφιος πληρούσε τις προϋποθέσεις για να κάνει αίτηση για τη θέση εργασίας.
satisfy [sb] of [sth] vtr + prep (relieve [sb] of doubt) (κάποιον για κάτι)πείθω περίφρ
 The defendant satisfied the jury of his innocence.
 Ο κατηγορούμενος έπεισε τους ενόρκους για την αθωότητά του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
satisfy an equation v expr (solve an algebraic problem)αποτελεί λύση της εξίσωσης περίφρ
  είναι λύση της εξίσωσης περίφρ
satisfy the requirements of [sth/sb] v expr (fulfil needs, expectations)πληρώ τις προϋποθέσεις ρ μ
 This cheap computer will satisfy the requirements of most pensioners.
 Αυτός ο φθηνός υπολογιστείς πληροί τις προϋποθέσεις των περισσότερων συνταξιούχων.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'satisfy' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: satisfy your [desires, hunger], satisfy their [demands, needs], satisfy the [need, desire, demand] for, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση satisfy στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «satisfy».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!