gloating

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈgləʊtɪŋ/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: gloating, gloat

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
gloating n (smug attitude)αυταρέσκεια ουσ θηλ
 Leland's gloating got on the nerves of his co-workers.
gloating adj (smile: smug, self-satisfied)αυτάρεσκος επίθ
  (καθομιλουμένη)ψωνισμένος, φαντασμένος μτχ πρκ
 Tabitha wore a gloating smile when she found out that Rachel didn't get the promotion.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
gloat vi (show self-satisfaction)καμαρώνω, κομπάζω ρ αμ
 You shouldn't gloat till you see how well the others have done.
gloat n (self-satisfaction)ικανοποίηση ουσ θηλ
  καμάρι ουσ ουδ
  (υποτιμητικό)χαιρεκακία ουσ θηλ
 OK, so I was wrong. Go on, have a good gloat!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
gloat | gloating
ΑγγλικάΕλληνικά
gloat over [sth] vi + prep (brag)καυχιέμαι για κτ ρ αμ + πρόθ
  κομπάζω για κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)κοκορεύομαι για κτ ρ αμ + πρόθ
 Miller was gloating over his victory against Lawson.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'gloating' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση gloating στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «gloating».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!