rigid

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈrɪdʒɪd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈrɪdʒɪd/ ,USA pronunciation: respelling(rijid)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rigid adj (stiff, not flexible)άκαμπτος, δύσκαμπτος επίθ
 This wood's too rigid to work with.
 Αυτό το ξύλο είναι υπερβολικά δύσκαμπτο για επεξεργασία.
rigid adj figurative (attitude, rule: inflexible)αυστηρός επίθ
  (μεταφορικά)άκαμπτος επίθ
 He's too rigid with his children: they really resent it.
 Είναι πολύ αυστηρός με τα παιδιά του και πραγματικά το απεχθάνονται αυτό.
rigid adj figurative (rigorous) (μεταφορικά)αυστηρός επίθ
 Europe's rigid education system has its pros and cons.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
nonrigid,
non-rigid
adj
(flexible)εύκαμπτος επίθ
  μαλακός επίθ
  μη άκαμπτος περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'rigid' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση rigid στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «rigid».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!