righteousness

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈraɪtʃəsnɪs/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(rīchəs nis)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
righteousness n (morality, virtue)ηθική, αρετή ουσ θηλ
  ήθος ουσ ουδ
 The church works to instil righteousness in young children.
 Η εκκλησία εργάζεται για να εμφυσήσει στα μικρά παιδιά την ηθική.
righteousness n (being justifiable)ορθότητα ουσ θηλ
  το ότι κτ είναι δίκαιο περίφρ
 The righteousness of the police's decision was soon evident.
 Σύντομα, φάνηκε η ορθότητα της απόφασης της αστυνομίας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
self-righteousness n (smugness, arrogance)αλαζονεία ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'righteousness' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση righteousness στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «righteousness».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!