• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: stiffened, stiffen

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stiffened adj (made rigid)άκαμπτος επίθ
  που τον έχουν σφίξει περίφρ
  που έχει σφίξει περίφρ
  που έχει σκληρύνει περίφρ
 The artist mails out her pictures in stiffened envelopes.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stiffen vi (substance: become hard)σκληραίνω ρ αμ
  σφίγγω ρ αμ
 Beat the egg whites till they stiffen.
 Χτυπήστε τα ασπράδια των αυγών μέχρι να σφίξουν.
stiffen vi (person: become physically tense) (μεταφορικά, ανεπίσημο)σφίγγομαι ρ αμ
 She stiffened when I mentioned her old boss.
stiffen [sth] vtr (make stiff)σκληραίνω ρ μ
 You can stiffen the fabric with starch.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση stiffened στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «stiffened».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!