ridged

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈrɪdʒd/US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/rɪdʒd/

From the verb ridge: (⇒ conjugate)
ridged is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: ridged, ridge

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ridged adj (having ridges)αυλακωτός επίθ
  με ραβδώσεις περίφρ
 As the tide went out, the children searched the wet, ridged sand for crabs.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ridge n (geography)ράχη, κορυφογραμμή ουσ θηλ
 The walkers set out along the mountain ridge.
 Οι πεζοπόροι ξεκίνησαν να περπατούν στην κορυφογραμμή του βουνού.
ridge n (raised strip)βουναλάκια ουσ ουδ πλ
  κορυφές, μύτες ουσ θηλ πλ
 The field was covered in ridges from the passage of the plough.
 Το χωράφι ήταν γεμάτο βουναλάκια μετά το πέρασμα του αρότρου.
ridge n (apex of roof) (ζαργκόν, τεχνικός όρος)κορφιάς ουσ αρσ
  (πιο απλά, λιγότερη ακρίβεια)ράχη, κορυφή ουσ θηλ
 The roofer was sitting straddling the ridge, looking out across the town.
 Ο στεγάς είχε καβαλήσει τον κορφιά της σκεπής και κοίταζε την πόλη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ridge n (weather: high pressure) (μετεωρολογία)ράχη ουσ θηλ
  (μετεωρολογία)βαρομετρική σφήνα φρ ως ουσ θηλ
  (μετεωρολογία)έξαρση βαρομετρικών πιέσεων φρ ως ουσ θηλ
 There is a ridge over this area, so people here should expect fine weather.
ridge n as adj (relating to a ridge)στην κορυφή, στη ράχη, της κορυφής, της ράχης περίφρ
  (ζαργκόν, τεχνικός όρος)στον κορφιά, το κορφιά περίφρ
 Jeremy called out a roofer to fix a broken ridge tile.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ridge | ridged
ΑγγλικάΕλληνικά
alveolar ridge n (part of jawbone)φατνιακή ακρολοφία επίθ + ουσ θηλ
mid-ocean ridge n (submarine mountain)μεσοωκεάνια ράχη επίθ + ουσ θηλ
ridge of high pressure n (weather forecast: elongated area of high atmospheric pressure)ζώνη υψηλών ατμοσφαιρικών πιέσεων ουσ θηλ
 A ridge of high pressure is lying over the country, so it should be fine for the next few days.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ridged' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ridged στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ridged».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!