WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| ridge n | (geography) | ράχη, κορυφογραμμή ουσ θηλ |
| | The walkers set out along the mountain ridge. |
| | Οι πεζοπόροι ξεκίνησαν να περπατούν στην κορυφογραμμή του βουνού. |
| ridge n | (raised strip) | βουναλάκια ουσ ουδ πλ |
| | | κορυφές, μύτες ουσ θηλ πλ |
| | The field was covered in ridges from the passage of the plough. |
| | Το χωράφι ήταν γεμάτο βουναλάκια μετά το πέρασμα του αρότρου. |
| ridge n | (apex of roof) (ζαργκόν, τεχνικός όρος) | κορφιάς ουσ αρσ |
| | (πιο απλά, λιγότερη ακρίβεια) | ράχη, κορυφή ουσ θηλ |
| | The roofer was sitting straddling the ridge, looking out across the town. |
| | Ο στεγάς είχε καβαλήσει τον κορφιά της σκεπής και κοίταζε την πόλη. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| ridge n | (weather: high pressure) (μετεωρολογία) | ράχη ουσ θηλ |
| | (μετεωρολογία) | βαρομετρική σφήνα φρ ως ουσ θηλ |
| | (μετεωρολογία) | έξαρση βαρομετρικών πιέσεων φρ ως ουσ θηλ |
| | There is a ridge over this area, so people here should expect fine weather. |
| ridge n as adj | (relating to a ridge) | στην κορυφή, στη ράχη, της κορυφής, της ράχης περίφρ |
| | (ζαργκόν, τεχνικός όρος) | στον κορφιά, το κορφιά περίφρ |
| | Jeremy called out a roofer to fix a broken ridge tile. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: