- From the verb flute: (⇒ conjugate)
- fluted is: ⓘClick the infinitive to see all available inflections
- v past
- v past p
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| fluted adj | (ridged) | ραβδωτός επίθ |
| | | με ραβδώσεις περίφρ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| flute n | (musical instrument) (ορχήστρα) | φλάουτο ουσ ουδ |
| | (όργανο από καλάμι) | φλογέρα ουσ θηλ |
| | (παλαιό) | αυλός ουσ αρσ |
| | Tim wanted to learn to play the flute, so he started taking lessons. |
| | Ο Τιμ ήθελε να μάθει να παίζει φλάουτο και έτσι ξεκίνησε να κάνει μαθήματα. |
flute, champagne flute n | (champagne glass) | ποτήρι σαμπάνιας φρ ως ουσ ουδ |
| | (σε καταστήματα κλπ) | ποτήρι flute φρ ως ουσ ουδ |
| | (αν εννοείται από τα συμφραζόμενα) | ψηλό ποτήρι επίθ + ουσ ουδ |
| | Fred poured champagne into flutes for his guests. |
| | Ο Φρεντ έβαλε σαμπάνια σε ψηλά ποτήρια για τους καλεσμένους του. |
| flute [sth]⇒ vtr | (pie crust: pinch) | δίνω κυματιστό σχήμα περίφρ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. Πιο γενικά μπορεί να αποδοθεί ως «διακοσμώ». |
| | Sarah fluted the edge of the pie crust. |
| | Η Σάρα έδωσε κυματιστό σχήμα στις άκρες της ζύμης της πίτας. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| flute n | (groove) | αυλάκωση ουσ θηλ |
| | The mason carved spiral flutes into the column. |
| flute [sth] vtr | (groove) | αυλακώνω ρ μ |
| | | δημιουργώ αυλακώσεις σε κτ περίφρ |
| | The mason fluted the stone. |