ribbed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈrɪbd/

From the verb rib: (⇒ conjugate)
ribbed is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: ribbed, rib

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ribbed adj (patterned with ridges)με ραβδώσεις περίφρ
 Laura installed ribbed glass in her shower.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rib n (anatomy: costal bone) (συχνά πληθυντικός)πλευρό ουσ ουδ
  (ανεπ, συχνά πληθυντικός)παΐδι ουσ ουδ
 The blow to his side broke two of George's ribs.
 Από το χτύπημα που δέχθηκε στον κορμό του ο Τζορτζ έσπασε δύο πλευρά.
rib n (food: rib meat) (συχνά πληθυντικός)παϊδάκι ουσ ουδ
 We're eating ribs tonight.
 Θα φάμε παϊδάκια απόψε.
rib,
rib stitch
n
(knitting stitch)ριπ ουσ ουδ άκλ
  λάστιχο ουσ ουδ
  (κατά λέξη)πλέξη ριπ, πλέξη λάστιχο φρ ως ουσ θηλ
 Marilyn was getting better at knitting, but she hadn't quite mastered doing a rib yet.
 Η Μέριλιν βελτιωνόταν στο πλέξιμο αλλά δεν είχε καταφέρει ακόμα να κάνει ριπ.
rib n (part of boat)νομέας ουσ αρσ
  (ζαργκόν: ναυτικό)πόστα ουσ θηλ
 The boat builder was fixing planks to the ribs.
 Ο κατασκευαστής σκαφών τοποθετούσε σανίδες στον νομέα.
rib n (architecture: support) (αρχιτεκτονική: μικρό δοκάρι)δοκίδα ουσ θηλ
  υποστήριγμα ουσ ουδ
  ενίσχυση ουσ θηλ
 Looking up, Brian could see the ribs of the roof.
 Κοιτάζοντας προς τα πάνω, ο Μπράιαν μπορούσε να δει τις δοκίδες της οροφής.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rib n (raised strip of fabric)ανάγλυφη ρίγα επίθ + ουσ θηλ
 Alison ran her fingers over the ribs of the corduroy.
rib n (leaf: main vein)νεύρο ουσ ουδ
  νεύρωση ουσ θηλ
 Gareth stared at the leaf, tracing the lines of its ribs with his finger.
rib [sb] vtr informal (tease [sb])πειράζω ρ μ
  (ανεπίσημο)τσιγκλάω, τσιγκλίζω ρ μ
 Carol's colleagues kept ribbing her after the silly mistake she made.
rib [sb] about [sth] vtr + prep (tease [sb] about [sth])πειράζω κπ για κτ ρ μ + πρόθ
  (ανεπίσημο)τσιγκλάω κπ για κτ, τσιγκλίζω κπ για κτ ρ μ + πρόθ
 Billy's classmates rib him about his red hair.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
rib | ribbed
ΑγγλικάΕλληνικά
prime rib n (beef: meat from ribs)σπαλομπριζόλα ουσ θηλ
prime rib meat n (beef: meat from ribs)κρέας από τα πλευρά φρ ως ουσ ουδ
rib cage (US),
ribcage (UK)
n
(enclosure formed by ribs) (επίσημο, ιατρικός όρος)θωρακικός κλωβός επίθ + ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)πλευρά ουσ ουδ πλ
  (πιο γενικά, ως σημείο του σώματος)θώρακας ουσ αρσ
 Tests revealed that James has a stress fracture in his rib cage.
rib eye,
ribeye,
rib-eye
n
US, UK (cut of beef: boneless steak)μπριζόλα rib eye φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The cook seasoned and grilled the rib eye.
rib eye,
ribeye,
rib-eye
n
AU, NZ (cut of beef: bone-in steak)μπριζόλα rib eye φρ ως ουσ θηλ
 Susan bought a rib-eye from the butcher.
rib-sticker n figurative, slang (filling food)χορταστικό φαγητό, χορταστικό φαΐ επίθ + ουσ ουδ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)φαγητό που σε πιάνει, φαΐ που σε πιάνει φρ ως ουσ ουδ
short rib,
short-rib
n as adj
(beef: short ribs)για παϊδάκια περίφρ
  για μοσχαρίσια παϊδάκια περίφρ
Σχόλιο: A hyphen may be used when the adjective precedes the noun.
 My favorite short-rib recipe uses ten different spices.
spare rib n usually plural (cut of meat) (συνήθως πληθυντικός)παϊδάκι ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ribbed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ribbed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ribbed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!