• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reliever n ([sb] who takes over a task from [sb])αντικαταστάτης ουσ αρσ
  αντικαταστάτρια ουσ θηλ
  (μτφ, καθομ: ανακούφιση)σωτήρας ουσ αρσ
  με σώζεις έκφρ
 The pitcher's reliever is coming out of the dugout to warm up now.
reliever n ([sth] that eases [sth])που προσφέρει ανακούφιση από κτ περίφρ
  (μεταφορικά)αντίδοτο ουσ ουδ
 Exercise is an excellent stress reliever.
 Η άσκηση είναι εξαιρετικό αντίδοτο του άγχους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reliever,
reliever medication,
reliever medicine
n
(asthma drug)ανακουφιστικό φάρμακο επίθ + ουσ ουδ
 Max suffers from asthma, so he carries an inhaler containing reliever medication.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση reliever στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «reliever».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!