WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| relinquishing n | (claim, right: giving up) | παραχώρηση ουσ θηλ |
| | | παραίτηση ουσ θηλ |
| | The relinquishing of power by the former president was celebrated by his opponents. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| relinquish [sth]⇒ vtr | (claim, right: renounce) | παραιτούμαι από κτ ρ αμ + πρόθ |
| | Larry relinquished his claim on his parents' estate, realizing that his brother needed it more than him. |
| | Ο Λάρι παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση της περιουσίας των γονιών του, καθώς συνειδητοποίησε ότι ο αδερφός του την είχε μεγαλύτερη ανάγκη από τον ίδιο. |
| relinquish [sth] vtr | (power, position: give up) | αφήνω ρ μ |
| | | εγκαταλείπω ρ μ |
| | | παραιτούμαι από κτ ρ αμ + πρόθ |
| | Marion relinquished her position as finance director because she no longer enjoyed working in such a high-pressure job. |
| | Η Μάριον παραιτήθηκε από τη θέση της ως διευθύντρια οικονομικών διότι δεν της άρεσε πια να εργάζεται σε μια δουλειά με τόση πίεση. |
| relinquish [sth] vtr | (task, struggle: abandon) | παραιτούμαι από κτ ρ αμ + πρόθ |
| | | παρατάω, παρατώ, εγκαταλείπω ρ μ |
| | Emily relinquished her campaign for better working conditions, realizing she was never going to win. |
| | Η Έμιλυ εγκατέλειψε την καμπάνια για καλύτερες συνθήκες εργασίας, συνειδητοποιώντας ότι δεν επρόκειτο να κερδίσει ποτέ. |