| Κύριες μεταφράσεις |
| reason n | (explanation) | λόγος ουσ αρσ |
| | (η εξήγηση που δίνω) | δικαιολογία, αιτιολογία ουσ θηλ |
| | | εξήγηση ουσ θηλ |
| | What is your reason for missing school yesterday? |
| | Για ποιο λόγο δεν ήρθες σχολείο χτες; |
| | Τι δικαιολογία έχεις που δεν ήρθες σχολείο χτες; |
| reason n | (cause) | λόγος ουσ αρσ |
| | | αιτία ουσ θηλ |
| | His desire to gain a promotion was the reason behind his underhand behaviour. |
| | Η επιθυμία του να πάρει προαγωγή ήταν ο λόγος που φέρθηκε ύπουλα. |
| | Η επιθυμία του να πάρει προαγωγή ήταν η αιτία τη ύπουλης συμπεριφοράς του. |
| reason n | (logic) | λογική ουσ θηλ |
| | He used reason instead of intuition to find the missing books. |
| | Χρησιμοποίησε λογική αντί για διαίσθηση, ούτως ώστε να βρει τα βιβλία που έλειπαν. |
| reason n | (judgement) | ορθή κρίση φρ ως ουσ θηλ |
| | While others panic, he shows reason and calm. |
| | Ενώ οι άλλοι πανικοβάλλονται, αυτός επιδεικνύει ορθή κρίση και ηρεμία. |
| reason n | (sanity) | πνευματική υγεία φρ ως ουσ θηλ |
| | (μεταφορικά) | λογικά επίθ ως ουσ ουδ πλ |
| | He lost his reason at the age of thirty, and was admitted to a psychiatric hospital. |
| | Έχασε τα λογικά του στην ηλικία των τριάντα και εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική. |
| reason⇒ vi | (argue logically) | επιχειρηματολογώ ρ αμ |
| | A good debater will reason, while a bad one might appeal to the emotions. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πρέπει να επιχειρηματολογήσεις επαρκώς για να υποστηρίξεις τις θέσεις σου. |
| reason with [sb] vi + prep | (try to persuade [sb]) | λογικεύω ρ μ |
| | (μτφ: σε κάποιον) | βάζω μυαλό έκφρ |
| | (αλλαγή άποψης) | μεταπείθω ρ μ |
| | (σε κάποιον) | αλλάζω γνώμη περίφρ |
| | He wants to quit, but she is going to try to reason with him. |
| | Αυτός θέλει να παραιτηθεί, αλλά εκείνη θα προσπαθήσει να τον λογικεύσει. |
reason, reason that vtr | (with clause: support by facts) | υποστηρίζω ότι/πως περίφρ |
| | He reasoned that there would be flooding, taking past rainfall into account. |
| | Υποστήριξε πως θα υπάρξουν πλημμύρες, δεδομένων των προηγούμενων βροχοπτώσεων. |
reason, reason that vtr | (with clause: infer, conclude) | συμπεραίνω ότι/πως, συνάγω ότι/πως ρ μ |
| | | βγάζω το συμπέρασμα ότι/πως περίφρ |
| | From the evidence of a half-eaten sandwich, she reasoned that he must have left in a hurry. |
| | Κρίνοντας από ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς, συμπέρανε ότι εκείνος πρέπει να έφυγε βιαστικά. |