reasoning

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈriːzənɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈrizənɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(rēzə ning, rēzning)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: reasoning, reason

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reasoning n (thought process)συλλογιστική ουσ θηλ
  συλλογισμός ουσ αρσ
 His reasoning was that we were seriously overstaffed.
 Σύμφωνα με τη συλλογιστική του, είχαμε πολύ πλεονάζον προσωπικό.
 Σύμφωνα με τον συλλογισμό του, είχαμε πολύ πλεονάζον προσωπικό.
reasoning n (use of reason)λογική ουσ θηλ
 Reasoning, rather than emotion, will help us find a solution.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reason n (explanation)λόγος ουσ αρσ
  (η εξήγηση που δίνω)δικαιολογία, αιτιολογία ουσ θηλ
  εξήγηση ουσ θηλ
 What is your reason for missing school yesterday?
 Για ποιο λόγο δεν ήρθες σχολείο χτες;
 Τι δικαιολογία έχεις που δεν ήρθες σχολείο χτες;
reason n (cause)λόγος ουσ αρσ
  αιτία ουσ θηλ
 His desire to gain a promotion was the reason behind his underhand behaviour.
 Η επιθυμία του να πάρει προαγωγή ήταν ο λόγος που φέρθηκε ύπουλα.
 Η επιθυμία του να πάρει προαγωγή ήταν η αιτία τη ύπουλης συμπεριφοράς του.
reason n (logic)λογική ουσ θηλ
 He used reason instead of intuition to find the missing books.
 Χρησιμοποίησε λογική αντί για διαίσθηση, ούτως ώστε να βρει τα βιβλία που έλειπαν.
reason n (judgement)ορθή κρίση φρ ως ουσ θηλ
 While others panic, he shows reason and calm.
 Ενώ οι άλλοι πανικοβάλλονται, αυτός επιδεικνύει ορθή κρίση και ηρεμία.
reason n (sanity)πνευματική υγεία φρ ως ουσ θηλ
  (μεταφορικά)λογικά επίθ ως ουσ ουδ πλ
 He lost his reason at the age of thirty, and was admitted to a psychiatric hospital.
 Έχασε τα λογικά του στην ηλικία των τριάντα και εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική.
reason vi (argue logically)επιχειρηματολογώ ρ αμ
 A good debater will reason, while a bad one might appeal to the emotions.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πρέπει να επιχειρηματολογήσεις επαρκώς για να υποστηρίξεις τις θέσεις σου.
reason with [sb] vi + prep (try to persuade [sb])λογικεύω ρ μ
  (μτφ: σε κάποιον)βάζω μυαλό έκφρ
  (αλλαγή άποψης)μεταπείθω ρ μ
  (σε κάποιον)αλλάζω γνώμη περίφρ
 He wants to quit, but she is going to try to reason with him.
 Αυτός θέλει να παραιτηθεί, αλλά εκείνη θα προσπαθήσει να τον λογικεύσει.
reason,
reason that
vtr
(with clause: support by facts)υποστηρίζω ότι/πως περίφρ
 He reasoned that there would be flooding, taking past rainfall into account.
 Υποστήριξε πως θα υπάρξουν πλημμύρες, δεδομένων των προηγούμενων βροχοπτώσεων.
reason,
reason that
vtr
(with clause: infer, conclude)συμπεραίνω ότι/πως, συνάγω ότι/πως ρ μ
  βγάζω το συμπέρασμα ότι/πως περίφρ
 From the evidence of a half-eaten sandwich, she reasoned that he must have left in a hurry.
 Κρίνοντας από ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς, συμπέρανε ότι εκείνος πρέπει να έφυγε βιαστικά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
reason n (logic: premise)λογική ουσ θηλ
  συλλογισμός ουσ αρσ
 My argument is based on the reason stated, not on emotion.
reason n (purpose)σκοπός ουσ αρσ
  λόγος ουσ αρσ
 Everything happens for a reason.
reason vi (think logically about [sth])σκέφτομαι λογικά ρ αμ + επίρ
  αντιμετωπίζω κτ με τη λογική έκφρ
 Try to reason through this dilemma.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
reason | reasoning
ΑγγλικάΕλληνικά
reason [sth] out,
reason out [sth]
vtr phrasal sep
(justify, rationalize)αναλύω ρ μ
  σκέφτομαι κτ με τη λογική, εξετάζω κτ με τη λογική περίφρ
 You can solve a logic problem by just reasoning it out.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
reasoning | reason
ΑγγλικάΕλληνικά
verbal reasoning n (ability to problem-solve)κατανόηση κειμένου φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'reasoning' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση reasoning στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «reasoning».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!