rating

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈreɪtɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈreɪtɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(rāting)

From the verb rate: (⇒ conjugate)
rating is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: rating, rate

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rating n (ranking on a numerical scale)αξιολόγηση ουσ θηλ
 The rating of the products was based on a number of criteria.
 Η αξιολόγηση των προϊόντων βασίστηκε σε μια σειρά κριτηρίων.
rating n (film certification) (ταινίας)καταλληλότητα ουσ θηλ
  χαρακτηρισμός ουσ αρσ
 This film has an 18 rating, so you can't take your kids to see it.
 Η καταλληλότητα της ταινίας είναι για άνω των 18, οπότε δεν μπορείς να πας τα παιδιά σου να τη δουν.
rating n (TV market share)τηλεθέαση ουσ θηλ
  ποσοστά τηλεθέασης φρ ως ουσ ουδ πλ
ratings npl (TV show: number of viewers)τηλεθέαση ουσ θηλ
  ποσοστά τηλεθέασης φρ ως ουσ ουδ πλ
  (καθομ, ζαργκόν)νούμερα ουσ ουδ πλ
 This show's ratings are better than expected.
 Τα ποσοστά τηλεθέασης της εκπομπής είναι μεγαλύτερα από τα αναμενόμενα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rating n (electrical) (τάσης, ισχύος κ.λπ.)ονομαστική τιμή επίθ + ουσ θηλ
 This appliance has a rating of 240 volts.
rating n US (navy or coast guard rank)βαθμός ουσ αρσ
ratings npl (classification system)σύστημα κατάταξης φρ ως ουσ ουδ
  κατάταξη ουσ θηλ
 These ratings allow us to easily compare different products.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rate n (measurement, ratio)δείκτης ουσ αρσ
 The birth rate is steadily increasing.
 Ο δείκτης γεννητικότητας αυξάνει συνεχώς.
rate n (price, fee)τιμή ουσ θηλ
 What is your rate for this service?
 Ποια είναι η τιμή σας για αυτήν την υπηρεσία;
rate n (speed, pace)ρυθμός ουσ αρσ
 Is that the fastest rate you can work at?
 Αυτός είναι ο πιο γρήγορος ρυθμός με τον οποίο μπορείς να δουλέψεις;
rate [sth/sb] vtr (evaluate)αξιολογώ ρ μ
 The boss will rate your performance.
 Το αφεντικό θα αξιολογήσει τις επιδόσεις σου.
rate [sth] vtr (film, etc.: classify) (ο κριτικός)χαρακτηρίζω ρ μ
  (η ταινία)χαρακτηρίζομαι ρ αμ
 All new films must be rated by the censors before they can be screened in public.
 Οι λογοκριτές πρέπει να χαρακτηρίζουν όλες τις νέες ταινίες, πριν καταστεί δυνατή η προβολή τους στο κοινό.
rate [sth] [sth] vtr (book, film: give a rating)βαθμολογώ κτ με κτ ρ μ + πρόθ
  βάζω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
 I rate this book five stars.
 Βαθμολογώ αυτό το βιβλίο με πέντε αστέρια.
rate [sth] [sth],
rate [sth] as [sth]
vtr
(film, etc.: classify) (ο κριτικός)χαρακτηρίζω, κρίνω ρ μ
  (η ταινία)χαρακτηρίζομαι, κρίνομαι ρ αμ
 The board rated the movie "R."
 Το συμβούλιο χαρακτήρισε την ταινία ακατάλληλη.
 Η ταινία χαρακτηρίστηκε ακατάλληλη από το συμβούλιο.
rates npl UK (property tax)φόρος ουσ αρσ
  (πιο συγκεκριμένα)φόρος ακίνητης περιουσίας φρ ως ουσ αρσ
 Rates are levied on business property.
 Οι φόροι επιβάλλονται στην περιουσία των επιχειρήσεων.
rate [sb/sth] [sth],
rate [sb/sth] as [sth]
vtr
(be ranked) (αριθμός θέσης)βρίσκομαι σε μια θέση, είμαι σε μια θέση περίφρ
  (πρώτος, δεύτερος κλπ)είμαι ρ συνδ
 He rates second in the world.
 Βρίσκεται στη δεύτερη θέση παγκοσμίως.
 Είναι δεύτερος σε όλο τον κόσμο.
rates npl UK (public utility charges)τέλος ουσ ουδ
 Rates are high for property in this area.
 Τα τέλη είναι υψηλά για ιδιοκτησίες σε αυτήν την περιοχή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rate n (rank, class)βαθμός ουσ αρσ
 Leo's rate in the Navy is E3.
rate vi (be important) (μεταφορικά)μετράω, μετρώ ρ αμ
 His concerns do not rate.
rate [sth] vtr (assess numerically)βαθμολογώ ρ μ
 Movie critics rate films on a scale of one to five.
 Οι κριτικοί ταινιών βαθμολογούν τις ταινίες με μια κλίμακα από ένα έως δέκα.
rate [sth] at [sth] vtr (assign a financial value to) (την αξία)εκτιμώ ρ μ
  (η αξία)εκτιμώμαι ρ αμ
 The company value was rated at 10 million dollars.
 Εκτίμησαν την αξία της εταιρείας στα 10 εκατομμύρια δολάρια.
 Η αξία της εταιρείας εκτιμήθηκε στα 10 εκατομμύρια δολάρια.
rate [sb/sth] vtr (consider)θεωρώ ρ μ
 I rate him among my friends.
rate [sth] vtr (merit)δικαιούμαι, αξίζω ρ μ
 She rates consideration.
rate [sth] vtr (grade)βαθμολογώ ρ μ
  βάζω βαθμό περίφρ
 The teacher rated her paper an "A".
rate [sth] at [sth] vtr UK (tax) (η αξία)εκτιμώμαι ρ αμ
  (την αξία)εκτιμώ ρ μ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία, καθώς οι ελληνικοί όροι δεν ξεκαθαρίζουν πως ο σκοπός της εκτίμησης είναι η φορολόγηση.
 The property was rated at £5 a year.
rate [sb/sth] vtr informal (esteem)εκτιμώ ρ μ
  έχω σε εκτίμηση, έχω σε υπόληψη περίφρ
 I know he's one of the most famous directors of all time, but I don't rate him.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
rating | rate
ΑγγλικάΕλληνικά
credibility rating n (trustworthiness)αξιολόγηση αξιοπιστίας περίφρ
 The company has a high credibility rating.
credit rating n (ability to repay debt)αξιολόγηση φερεγγυότητας ουσ θηλ
 The bank only lent money to companies with very high credit ratings.
tier rating n (level or degree ranking)αξιολόγηση κατηγορίας περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'rating' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: works at a ratings agency, [customer, guest, visitor, user, member] rating, [hotel, restaurant, resort, service] ratings, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση rating στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «rating».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!