mitigate

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmɪtɪgeɪt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈmɪtɪˌgeɪt/ ,USA pronunciation: respelling(miti gāt′)

Inflections of 'mitigate' (v): (⇒ conjugate)
mitigates
v 3rd person singular
mitigating
v pres p
mitigated
v past
mitigated
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mitigate [sth] vtr (lessen harm done)αμβλύνω, μετριάζω, περιορίζω ρ μ
 Dan tried to mitigate the flood damage by laying down sand bags.
 Ο Νταν προσπάθησε να αμβλύνει τις ζημιές από την πλημμύρα στρώνοντας σακούλες με άμμο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mitigate vi (become less severe)μετριάζομαι, αμβλύνομαι, περιορίζομαι ρ αμ
  (καιρικές συνθήκες)καταλαγιάζω, κοπάζω ρ αμ
 The storm mitigated after a few hours.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'mitigate' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mitigate στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mitigate».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!