alleviate

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈliːvieɪt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/əˈliviˌeɪt/ ,USA pronunciation: respelling(ə lēvē āt′)

Inflections of 'alleviate' (v): (⇒ conjugate)
alleviates
v 3rd person singular
alleviating
v pres p
alleviated
v past
alleviated
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
alleviate [sth] vtr (pain, suffering)μετριάζω ρ μ
  καταπραΰνω ρ μ
  ανακουφίζω ρ μ
 Aspirin is proven to alleviate mild headaches for most people.
 Η ασπιρίνη αποδεδειγμένα μετριάζει τον ελαφρύ πονοκέφαλο στους περισσότερους ανθρώπους.
alleviate [sth] vtr (relieve)μειώνω, ελαττώνω ρ μ
  (μεταφορικά)ελαφραίνω ρ μ
 Katya's new secretary alleviated much of her heavy work load.
 Η νέα γραμματέας της Κάτιας την ελάφρυνε κατά πολύ από τον βαρύ φόρτο εργασίας της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'alleviate' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση alleviate στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «alleviate».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!