WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
misuse [sth]⇒ vtr | (use incorrectly) | χρησιμοποιώ κτ λανθασμένα ρ μ + επίρ |
| (καθομιλουμένη) | χρησιμοποιώ κτ λάθος ρ μ + επίρ |
| Dan broke a knife because he misused it. It is dangerous to misuse prescription medications. |
| Ο Νταν έσπασε ένα μαχαίρι γιατί το χρησιμοποίησε λάθος. |
misuse [sth] vtr | (abuse) | καταχρώμαι ρ μ |
| (με γενική) | κάνω κατάχρηση περίφρ |
| The politician misused government money. |
| Ο πολιτικός καταχράστηκε κυβερνητικά χρήματα. |
misuse n | (wrong use of [sth]) | λανθασμένη χρήση, εσφαλμένη χρήση μτχ πρκ + ουσ θηλ |
| | λάθος χρήση ουσ ουδ ως επίθ + ουσ θηλ |
| (με δόλο) | κατάχρηση ουσ θηλ |
| The English teacher was easily upset by the misuse of words. |
| The court imprisoned the businessman for his misuse of the employee pension fund. |
| Ο καθηγητής των Αγγλικών ενοχλείτο εύκολα από τη λανθασμένη χρήση των λέξεων. |
misuse n | rare (mistreatment of [sb]) | κακομεταχείριση ουσ θηλ |
| The ex-employee is still aggrieved about his misuse by the company. |
| Ο πρώην υπάλληλος ακόμη είναι ενοχλημένος λόγω της κακομεταχείρισής του από την εταιρεία. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: