Κύριες μεταφράσεις |
mismatch n | (sports: uneven contest) (αγώνας) | άνισος επίθ |
| The game was a major mismatch; the home team didn't stand a chance. |
| Ο αγώνας ήταν εντελώς άνισος, η γηπεδούχος δεν είχε καμιά πιθανότητα. |
mismatch n | (teams, opponents: uneven) | άδικος συνδυασμός επίθ + ουσ αρσ |
| | κακός συνδυασμός, άνισος αγώνας επίθ + ουσ αρσ |
| | αντίπαλοι που δεν είναι ισάξιοι περίφρ |
| (ζαργκόν: μπάσκετ) | mismatch ουσ ουδ άκλ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται κατά περίπτωση. Παρατίθενται ορισμένες εναλλακτικές. |
| The two chess players were a mismatch, as they had very different ratings. |
| Ο συνδυασμός των δύο σκακιστών ήταν άδικος καθώς είχαν πολύ διαφορετική θέση στη βαθμολογική κατάταξη. |
mismatch n | (sports: badly matched team, opponent) | που δεν είναι στο ίδιο επίπεδο περίφρ |
| The champion tennis player was a complete mismatch for his opponent, a beginner. |
mismatch n | (incompatible relationship) | αταίριαστο ζευγάρι επίθ + ουσ ουδ |
| | ασυμφωνία χαρακτήρων επίθ + ουσ αρσ πλ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος και αποδίδεται κατά περίπτωση. Παρατίθενται ορισμένες εναλλακτικές. |
| Lynn and Carl's marriage was a mismatch; I'm not surprised they've divorced. |
| Υπήρχε μεγάλη ασυμφωνία χαρακτήρων στον γάμο της Λιν με τον Κάιλ και δεν απορώ που χώρισαν. |
mismatch n | (things, people: badly matched pair) | αταίριαστος επίθ |
| The band and the song were a mismatch, which is why they sold so few downloads. |
mismatch n | (unsuited thing, person) | κτ που δεν ταιριάζει περίφρ |
| The school was a mismatch for Karen; there wasn't enough sport for her liking. |
| Το σχολείο δεν ταίριαζε στην Κέιτ γιατί δεν είχε αρκετά αθλήματα της αρεσκείας της. |
mismatch⇒ vi | (people: are incompatible) | δεν ταιριάζω περίφρ |
| | είμαι αταίριαστος περίφρ |
mismatch n | (incompatibility) | ασυμβατικότητα ουσ θηλ |
| There is a mismatch between students' expectations and the careers that are open to them. |
mismatch vi | (rivals, opponents, teams: uneven) | δεν είμαι ισάξιος περίφρ |
| | δεν είμαι στο ίδιο επίπεδο περίφρ |
mismatch [sth]⇒ vtr | (match incorrectly) | δεν ταιριάζω κτ σωστά περίφρ |
| | δεν ταιριάζω κτ με κτ, δεν συνδυάζω κτ με κτ περίφρ |
| The designer mismatched the curtains. |
| Ο διακοσμητής δεν ταίριαξε σωστά τις κουρτίνες. |