looming

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈluːmɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(lo̅o̅ming)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: looming, loom

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
looming adj figurative (event: impending)επικείμενος, επερχόμενος μτχ πρκ
  αναμενόμενος περίφρ
  (κίνδυνος)που ελλοχεύει περίφρ
 The looming debate is covered in detail in all today's papers.
 Η επικείμενη αντιπαράθεση καλύπτεται με λεπτομέρειες σε όλες τις σημερινές εφημερίδες.
looming adj (coming into view)στον ορίζοντα περίφρ
 The looming mountains were topped by thick clouds.
 Τα βουνά στον ορίζοντα ήταν καλυμμένα από πυκνά σύννεφα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
loom n (textile machine)αργαλειός ουσ αρσ
 Jane had a loom at home where she would make her own fabrics.
 Η Τζέιν είχε έναν αργαλειό στο σπίτι όπου έφτιαχνε τα δικά της υφάσματα.
loom vi (look big, intimidating)ορθώνομαι ρ αμ
  δεσπόζω ρ αμ
 To the north of the town, the volcano loomed.
 Προς τα βόρεια της πόλης, ορθωνόταν ένα ηφαίστειο.
loom over [sb/sth] vi (look big, intimidating)ορθώνομαι μπροστά σε κπ/κτ περίφρ
  στέκομαι πανύψηλος μπροστά σε κπ/κτ περίφρ
  (όχι για ανθρώπους)δεσπόζω ρ αμ
 The bully loomed over his victim and demanded his lunch money.
loom vi figurative (appear imminent)καραδοκώ, παραμονεύω ρ αμ
  ελλοχεύω ρ αμ
  επίκειται ρ απρ
 The threat of war was looming.
 Η απειλή του πολέμου ελλόχευε.
loom over [sth/sb] vi + prep figurative (appear imminent) (ο κίνδυνος)ελλοχεύω ρ αμ
  (ο παθών)διατρέχοντας τον κίνδυνο να περίφρ
 With the possibility of losing his job looming over him, Ken started working on his CV.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
loom n (part of an oar) (μέρος κουπιού)άξονας ουσ αρσ
 The rower laid the loom of the oar into the oar lock.
loom n (protective tubing for wire)προστατευτικό επίθ ως ουσ ουδ
  προστατευτικό καλωδίων φρ ως ουσ ουδ
 Wrap the loom around the wires and secure it with electrical tape.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
loom | looming
ΑγγλικάΕλληνικά
loom up vi phrasal (rise ominously)ορθώνομαι απειλητικά ρ αμ + επίρ
  (μεταφορικά)πλησιάζω απειλητικά ρ αμ + επίρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
loom | looming
ΑγγλικάΕλληνικά
loom large v expr (seem threatening, imminent) (μεταφορικά)καραδοκώ, παραμονεύω ρ μ
  επίκειμαι ρ αμ
 The students were unable to enjoy their vacation because final exams loomed large.
power loom n (machine for weaving textiles)μηχανικός αργαλειός επίθ + ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: looming [rain, clouds, thunderstorms], a looming [shadow, threat, presence] (of), a looming crisis [in, for], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση looming στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «looming».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!