• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
confine [sth] vtr (restrict, limit)περιορίζω, συγκρατώ ρ μ
 Please try to confine your remarks to helpful criticism.
 Σε παρακαλώ προσπάθησε να περιορίσεις τις παρατηρήσεις σου σε κριτική που βοηθάει.
confine [sth] to [sth] vtr (restrict, limit)κλείνω κπ/κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
  περιορίζω κπ/κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
 The farmer confined the sheep to one small field.
 Ο αγρότης έκλεισε τα πρόβατα σε ένα μικρό χωράφι.
confine [sb] vtr (keep in captivity)θέτω υπό περιορισμό, θέτω υπό κράτηση περίφρ
  εγκλείω ρ μ
  (εγώ ο ίδιος)είμαι έγκλειστος ε έκφρ
 The prisoners were confined for up to 20 hours a day.
 Οι φυλακισμένοι ήταν έγκλειστοι για ως και 20 ώρες την ημέρα.
confines npl (boundary, limits)όρια ουσ ουδ πλ
  πλαίσιο ουσ ουδ
 What you propose is outside the confines of the rules.
 Αυτό που προτείνεις είναι εκτός του πλαισίου του κανονισμού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'confining' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση confining στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «confining».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!