leasing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈliːsɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(lēzing)

From the verb lease: (⇒ conjugate)
leasing is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: leasing, lease

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
leasing n (rental)χρηµατοδοτική µίσθωση επίθ + ουσ θηλ
  leasing ουσ ουδ άκλ
  λήζινγκ, λίζινγκ ουσ ουδ άκλ
 Buying a car is more economical than leasing.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lease n (property rental)ενοικιαστήριο, μισθωτήριο ουσ ουδ
  συμβόλαιο ουσ ουδ
 Karen moved into her new apartment the day after she signed the lease.
 Η Κάρεν μετακόμισε στο καινούριο της διαμέρισμα την επόμενη ημέρα μετά την υπογραφή του μισθωτηρίου.
lease n (hire of equipment, car)ενοικίαση ουσ θηλ
  μίσθωση ουσ θηλ
 Peter had a two-day lease on the digging equipment.
 Η μίσθωση του Πίτερ για τα σκαπτικά μηχανήματα ήταν διήμερη.
lease [sth],
lease out [sth],
lease [sth] out
vtr
(property: rent out)ενοικιάζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)νοικιάζω ρ μ
  (επίσημο)εκμισθώνω ρ μ
 Chris doesn't live in his old flat anymore; he leases it out to make money.
 Ο Κρις δεν μένει πια στο παλιό του διαμέρισμα. Το νοικιάζει για να βγάλει χρήματα.
lease [sth] to [sb],
lease out [sth] to [sb],
lease [sth] out to [sb]
vtr + prep
(property: rent to [sb])νοικιάζω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
  (επίσημο)ενοικιάζω κτ σε κπ, εκμισθώνω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
 Kyle leased his flat to his brother when he moved in with his girlfriend.
 Ο Κάιλ νοίκιασε το διαμέρισμά του στον αδερφό του όταν μετακόμισε στο σπίτι της κοπέλας του.
lease [sth] vtr (car, equipment: hire)νοικιάζω ρ μ
  (επίσημο)μισθώνω ρ μ
 Tim leased a car at the airport.
 Ο Τιμ νοίκιασε ένα αυτοκίνητο στο αεροδρόμιο.
lease [sth] to [sb],
lease out [sth] to [sb],
lease [sth] out to [sb]
vtr + prep
(hire [sth] out to [sb](κάτι σε κάποιον)νοικιάζω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
  (επίσημο)ενοικιάζω κτ σε κπ, εκμισθώνω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
 Ben leased some equipment to a customer.
 Ο Μπεν νοίκιασε εξοπλισμό σε έναν πελάτη.
lease [sth] vtr (property: rent)νοικιάζω ρ μ
  (επίσημο)μισθώνω ρ μ
 Kam leased a house with his two friends.
 Ο Καμ νοίκιασε ένα σπίτι με τους δύο φίλους του.
lease [sth] from [sb] vtr + prep (property: rent from [sb])νοικιάζω κτ από κπ ρ μ + πρόθ
  (επίσημο)μισθώνω κτ από κπ ρ μ + πρόθ
 Frank leased a property from his uncle.
 Ο Φρανκ νοίκιασε ένα ακίνητο από τον θείο του.
lease [sth] vtr (car, equipment: rent out)ενοικιάζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)νοικιάζω ρ μ
  (επίσημο)εκμισθώνω ρ μ
 The hardware store leases power tools.
 Το κατάστημα σιδηρικών νοικιάζει ηλεκτρικά εργαλεία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lease n (length of time) (διάρκεια)ενοικιαστήριο, μισθωτήριο ουσ ουδ
  συμβόλαιο ουσ ουδ
 Dan had a six-month lease on his apartment.
lease [sth] from [sb] vtr + prep (car, etc.: hire [sth] from [sb])νοικιάζω κτ από κπ ρ μ
  (επίσημο)μισθώνω κτ από κπ ρ μ + πρόθ
 Ben leased a car from the dealership.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
lease | leasing
ΑγγλικάΕλληνικά
lease option n (property scheme: rent-to-buy)σύμβαση μίσθωσης με δικαίωμα αγοράς περίφρ
a new lease on life (US),
a new lease of life (UK)
n
(fresh enthusiasm for living)όρεξη για ζωή έκφρ
 Losing all that weight gave me a new lease on life.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'leasing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση leasing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «leasing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!