• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: lashed, lash

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lashed adj UK, informal (very drunk)μεθυσμένος επίθ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)λιώμα, φέσι, τύφλα, στουπί ουσ ως επίθ
  τύφλα στο μεθύσι έκφρ
 Let's go out tonight and get lashed!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lash n (whip)μαστίγιο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)βούρδουλας ουσ αρσ
  καμουτσίκι, καμτσίκι ουσ ουδ
 Charles used a lash on the cattle to get them moving.
 Ο Τσαρλς χρησιμοποίησε ένα μαστίγιο στα βοοειδή για να τα κάνει να μετακινηθούν.
lash n (stroke of whip)μαστίγωμα ουσ ουδ
  (η κάθε κίνηση)βουρδουλιά, καμτσικιά, μαστιγιά ουσ θηλ
 The criminal was sentenced to five lashes.
 Ο εγκληματίας καταδικάστηκε σε πέντε βουρδουλιές.
lash n usually plural (eyelash)βλεφαρίδα ουσ θηλ
 Amy bought some mascara for her lashes.
 Η Έιμι αγόρασε μάσκαρα για τις βλεφαρίδες της.
lash [sb/sth] vtr (strike with whip)μαστιγώνω ρ μ
 The guard lashed the criminal in front of a crowd.
 Ο φρουρός μαστίγωσε τον εγκληματία παρουσία πλήθους.
lash [sth/sb] vtr (bind, fasten)δένω ρ μ
Σχόλιο: Followed by a preposition or an adverb.
 Odysseus asked his crew to lash him to the mast of his ship.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lash n (impact against [sth])χτύπημα ουσ ουδ
  (μτφ: έντονο, συνεχόμενο)μαστίγωμα ουσ ουδ
 The lash of the wind against the sails damaged them.
lash vi figurative (move like whip) (απότομα, νευρικά)κουνάω, κουνώ ρ μ
  χτυπάω, χτυπώ ρ μ
 The cat lashed its tail irritably.
lash vi (impact against)χτυπάω, χτυπώ ρ αμ
  (μτφ: έντονα, συνεχόμενα)μαστιγώνω ρ μ
  σκάω ρ αμ
 The waves lashed against the side of the boat.
 Τα κύματα έσκαγαν στα πλαϊνά της βάρκας.
lash vtr (strike forcefully)δέρνω ρ μ
  χτυπάω, χτυπώ ρ μ
  (μτφ: έντονα, συνεχόμενα)μαστιγώνω ρ μ
 Waves lashed the cliffs.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
lash | lashed
ΑγγλικάΕλληνικά
lash down vi phrasal (rain: fall heavily, forcefully) (μεταφορικά)μαστιγώνω ρ μ
  πέφτω ορμητικά περίφρ
  (μεταφορικά)ρίχνει κουβάδες έκφρ
lash out vi phrasal (try to strike)επιτίθεμαι ρ αμ
  χιμάω, χιμώ ρ αμ
 Joyce was stroking the cat when it suddenly lashed out.
 Η Τζόις χάιδευε τη γάτα όταν ξαφνικά επιτέθηκε.
 Η Τζόις χάιδευε τη γάτα όταν ξαφνικά χίμηξε.
lash out vi phrasal figurative (attack verbally)ξεσπάω, ξεσπώ ρ αμ
 Ian has a tendency to lash out if he thinks that he is being personally criticized.
 Ο Ίαν έχει την τάση να ξεσπάει αν νομίζει πως τον κρίνουν σε προσωπικό επίπεδο.
lash out vi phrasal UK, informal (extravagantly spend money) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)ξεσαλώνω ρ αμ
  ξοδεύω ασύστολα ρ αμ + επίρ
  (αργκό, μεταφορικά)τα σπάω, τα καίω έκφρ
  (λόγιο)ασωτεύω ρ αμ
 For our last holiday, we lashed out and booked a posh hotel.
lash out on [sth] vi phrasal + prep UK, informal (extravagantly spend money on)σπαταλάω χρήματα σε κτ περίφρ
 For his 50th, James lashed out on a sports car.
lash out against [sb] vi phrasal + prep (attack verbally) (σε κάποιον)ξεσπάω ρ αμ
  (μεταφορικά: προφορικά)επιτίθεμαι ρ αμ
  (επίσημο)εξαπολύω υβριστική επίθεση περίφρ
 She bottles up her anger towards her mother and then lashes out against her husband for no reason.
lash out at [sb] vi phrasal + prep (try to strike)ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ ρ αμ + πρόθ
Σχόλιο: πόπ αρτ: ξενικό, άκλιτο
 Davies suddenly lashed out at his victim, punching Mr. Jackson to the ground.
lash out at [sb] vi phrasal + prep figurative (attack verbally)ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)τα χώνω σε κπ έκφρ
 Adam's always lashing out at everyone.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
lash | lashed
ΑγγλικάΕλληνικά
lash [sth] down,
lash down [sth]
vtr + adv
(bind, fasten in place)δένω σφικτά περίφρ
lash line n (theater: rope for attaching scenery) (θέατρο)σχοινί σκηνής φρ ως ουσ ουδ
lash line n (edge of eyelid)γραμμή βλεφαρίδων φρ ως ουσ θηλ
lash out [sth] on [sth] v expr UK, informal (extravagantly spend sum of money on)χαλάω ρ μ
  ξοδεύω, δίνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ξεπαραδιάζομαι για κτ ρ αμ + πρόθ
 I've just lashed out £2,000 on a holiday.
lash-up n UK ([sth] makeshift or improvised)πρόχειρη κατασκευή, αυτοσχέδια κατασκευή επίθ + ουσ θηλ
  προχειροκατασκευή ουσ θηλ
  (αποδοκιμασίας)προχειρόπραμα ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lashed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lashed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!