landed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlændɪd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈlændɪd/ ,USA pronunciation: respelling(landid)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: landed, land

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
landed adj (people: owning land)που έχει κτήματα, που έχει γη περίφρ
  ιδιοκτήτης γης, ιδιοκτήτρια γης φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  (σημαντική έκταση)γαιοκτήμονας ουσ αρσ
 Only landed men were allowed to vote in the early United States.
 Μόνο οι γαιοκτήμονες άνδρες επιτρεπόταν να ψηφίζουν αρχικά στις ΗΠΑ.
landed adj ([sth] with land)με γη περίφρ
  με κτήματα περίφρ
  με οικόπεδο περίφρ
 Dan owns a landed property in England.
 Ο Νταν έχει ένα ακίνητο με κτήματα στην Αγγλία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
land n (ground)στεριά, ξηρά, γη ουσ θηλ
 Columbus sailed for over two months before seeing land.
 Ο Κολόμβος ταξίδεψε περισσότερο από δυο μήνες πριν δει στεριά.
land n (terrain)έδαφος ουσ ουδ
  γη ουσ θηλ
 The land is flat in many parts of Ohio.
 Το έδαφος σε πολλά σημεία του Οχάιο είναι επίπεδο.
land n (earth, soil)γη ουσ θηλ
  έδαφος, χώμα ουσ ουδ
 The land here is rich and fertile.
 Η γη εδώ είναι εύφορη και γόνιμη.
 Το έδαφος (or: χώμα) εδώ είναι εύφορο και γόνιμο.
land n (real estate) (κτηματομεσιτικά)γη ουσ θηλ
 We have invested in land and bought quite a few hectares.
 Επενδύσαμε σε γη και αγοράσαμε αρκετά στρέμματα.
land n dated, poetic (country)τόπος ουσ αρσ
  μέρος ουσ ουδ
  χώρα ουσ θηλ
 She is from a far-off land.
 Είναι από μια μακρινή χώρα.
land [sth] vtr (aircraft: bring to earth) (αεροπλάνο)προσγειώνω, προσεδαφίζω ρ μ
  (στη θάλασσα)προσθαλασσώνω ρ μ
 The pilot landed the aircraft very smoothly.
 Ο πιλότος προσγείωσε (or: προσεδάφισε) το αεροπλάνο πολύ μαλακά.
land vi (aircraft: come to earth) (αεροπλάνο)προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι ρ αμ
  (στη θάλασσα)προσθαλασσώνομαι ρ αμ
 The aeroplane has landed safely.
 Το αεροπλάνο προσγειώθηκε με ασφάλεια.
land vi (come ashore) (φτάνω σε στεριά)καταφθάνω ρ αμ
  (από πλοίο)αποβιβάζομαι ρ αμ
 What year did the pilgrims land at Plymouth?
 Ποια χρονιά κατέφθασαν (or: αποβιβάστηκαν) οι προσκυνητές στο Πλίμουθ;
land vi (drop onto [sth](πέφτω πάνω σε κάτι)προσγειώνομαι ρ αμ
  πέφτω ρ αμ
 He jumped from the bus and landed on the sidewalk.
 Πήδηξε από το λεωφορείο και προσγειώθηκε (or: έπεσε) στο πεζοδρόμιο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
land n figurative, literary (people of a country) (μτφ: κάτοικοι χώρας)χώρα ουσ θηλ
  λαός ουσ αρσ
 The queen has angered the whole land through her extravagance.
 Η βασίλισσα εξόργισε ολόκληρη τη χώρα με τις υπερβολές της.
land n as adj (relating to land)της γης περίφρ
  του εδάφους περίφρ
 The hectare is a land measurement.
land vi (come to rest)προσγειώνομαι ρ αμ
 The snowflake landed on the car.
 Η νιφάδα προσγειώθηκε στο αμάξι.
land vi (hit, shot, etc.: end up) (μτφ: για χτύπημα)προσγειώνομαι ρ αμ
 The boxer's punch landed on his opponent's jaw.
 Η γροθιά του πυγμάχου προσγειώθηκε στο σαγόνι του αντιπάλου.
land vi (vessel: reach land)φτάνω ρ αμ
  (κατά λέξη)φτάνω στη στεριά περίφρ
 The ship landed in Cuba on December 21st 1832.
land [sth] vtr (unload) (κατεβάζω φορτίο)ξεφορτώνω ρ μ
 The fishermen landed their catch at the docks.
 Οι ψαράδες ξεφόρτωσαν την ψαριά στο λιμάνι.
land [sth] vtr figurative, informal (win) (μτφ: κερδίζω)πετυχαίνω ρ μ
 His company landed a big contract with the government.
 Η εταιρεία πέτυχε ένα μεγάλο συμβόλαιο με την κυβέρνηση.
land [sth] vtr (fish: capture) (ψάρεμα)πιάνω ρ μ
 We landed five fish in the fishing trip.
 Πιάσαμε πέντε ψάρια στην εκδρομή μας.
land on [sth] vtr figurative (come up with: a solution)βρίσκω ρ μ
  μου έρχεται, μου 'ρχεται έκφρ
 I have finally landed on a solution to the problem.
 Επιτέλους βρήκα μια λύση για το πρόβλημα.
land on [sb] vtr figurative, informal (strongly scold)επιπλήττω ρ μ
  (καθομιλουμένη)μαλώνω ρ μ
 My teacher landed on me for not doing my homework.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
land | landed
ΑγγλικάΕλληνικά
land up vi phrasal informal (end up, finish)καταλήγω ρ αμ
Σχόλιο: Followed by a preposition
 If you continue to arrive late for work, you will land up without a job!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
landed | land
ΑγγλικάΕλληνικά
get landed with [sth/sb] vtr informal (be burdened with) (μεταφορικά)φορτώνομαι ρ μ
  καταλήγω με κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
 I always get landed with the worst jobs.
landed costs npl (shipping fees)τιμή εκφορτωθέντος εμπορεύματος περίφρ
landed gentry n (land-owning class)γαιοκτήμονες ουσ αρσ πλ
 The landed gentry owned virtually all the land in the kingdom.
landed immigrant n archaic (foreigner: permanent resident)μετανάστης με άδεια παραμονής περίφρ
  νομίμως διαμένων μετανάστης περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: sport: a landed [shot, punch], What is the landed [cost, price]?, UK: a landed [aristocrat, lord, industrialist, gentleman], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση landed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «landed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!