Κύριες μεταφράσεις |
land n | (ground) | στεριά, ξηρά, γη ουσ θηλ |
| Columbus sailed for over two months before seeing land. |
| Ο Κολόμβος ταξίδεψε περισσότερο από δυο μήνες πριν δει στεριά. |
land n | (terrain) | έδαφος ουσ ουδ |
| | γη ουσ θηλ |
| The land is flat in many parts of Ohio. |
| Το έδαφος σε πολλά σημεία του Οχάιο είναι επίπεδο. |
land n | (earth, soil) | γη ουσ θηλ |
| | έδαφος, χώμα ουσ ουδ |
| The land here is rich and fertile. |
| Η γη εδώ είναι εύφορη και γόνιμη. |
| Το έδαφος (or: χώμα) εδώ είναι εύφορο και γόνιμο. |
land n | (real estate) (κτηματομεσιτικά) | γη ουσ θηλ |
| We have invested in land and bought quite a few hectares. |
| Επενδύσαμε σε γη και αγοράσαμε αρκετά στρέμματα. |
land n | dated, poetic (country) | τόπος ουσ αρσ |
| | μέρος ουσ ουδ |
| | χώρα ουσ θηλ |
| She is from a far-off land. |
| Είναι από μια μακρινή χώρα. |
land [sth]⇒ vtr | (aircraft: bring to earth) (αεροπλάνο) | προσγειώνω, προσεδαφίζω ρ μ |
| (στη θάλασσα) | προσθαλασσώνω ρ μ |
| The pilot landed the aircraft very smoothly. |
| Ο πιλότος προσγείωσε (or: προσεδάφισε) το αεροπλάνο πολύ μαλακά. |
land⇒ vi | (aircraft: come to earth) (αεροπλάνο) | προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι ρ αμ |
| (στη θάλασσα) | προσθαλασσώνομαι ρ αμ |
| The aeroplane has landed safely. |
| Το αεροπλάνο προσγειώθηκε με ασφάλεια. |
land vi | (come ashore) (φτάνω σε στεριά) | καταφθάνω ρ αμ |
| (από πλοίο) | αποβιβάζομαι ρ αμ |
| What year did the pilgrims land at Plymouth? |
| Ποια χρονιά κατέφθασαν (or: αποβιβάστηκαν) οι προσκυνητές στο Πλίμουθ; |
land vi | (drop onto [sth]) (πέφτω πάνω σε κάτι) | προσγειώνομαι ρ αμ |
| | πέφτω ρ αμ |
| He jumped from the bus and landed on the sidewalk. |
| Πήδηξε από το λεωφορείο και προσγειώθηκε (or: έπεσε) στο πεζοδρόμιο. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
land n | figurative, literary (people of a country) (μτφ: κάτοικοι χώρας) | χώρα ουσ θηλ |
| | λαός ουσ αρσ |
| The queen has angered the whole land through her extravagance. |
| Η βασίλισσα εξόργισε ολόκληρη τη χώρα με τις υπερβολές της. |
land n as adj | (relating to land) | της γης περίφρ |
| | του εδάφους περίφρ |
| The hectare is a land measurement. |
land vi | (come to rest) | προσγειώνομαι ρ αμ |
| The snowflake landed on the car. |
| Η νιφάδα προσγειώθηκε στο αμάξι. |
land vi | (hit, shot, etc.: end up) (μτφ: για χτύπημα) | προσγειώνομαι ρ αμ |
| The boxer's punch landed on his opponent's jaw. |
| Η γροθιά του πυγμάχου προσγειώθηκε στο σαγόνι του αντιπάλου. |
land vi | (vessel: reach land) | φτάνω ρ αμ |
| (κατά λέξη) | φτάνω στη στεριά περίφρ |
| The ship landed in Cuba on December 21st 1832. |
land [sth]⇒ vtr | (unload) (κατεβάζω φορτίο) | ξεφορτώνω ρ μ |
| The fishermen landed their catch at the docks. |
| Οι ψαράδες ξεφόρτωσαν την ψαριά στο λιμάνι. |
land [sth] vtr | figurative, informal (win) (μτφ: κερδίζω) | πετυχαίνω ρ μ |
| His company landed a big contract with the government. |
| Η εταιρεία πέτυχε ένα μεγάλο συμβόλαιο με την κυβέρνηση. |
land [sth] vtr | (fish: capture) (ψάρεμα) | πιάνω ρ μ |
| We landed five fish in the fishing trip. |
| Πιάσαμε πέντε ψάρια στην εκδρομή μας. |
land on [sth] vtr | figurative (come up with: a solution) | βρίσκω ρ μ |
| | μου έρχεται, μου 'ρχεται έκφρ |
| I have finally landed on a solution to the problem. |
| Επιτέλους βρήκα μια λύση για το πρόβλημα. |
land on [sb] vtr | figurative, informal (strongly scold) | επιπλήττω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | μαλώνω ρ μ |
| My teacher landed on me for not doing my homework. |