WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| landfill n | (site for burying waste) (χωρίς προδιαγραφές) | χωματερή ουσ θηλ |
| | (με προδιαγραφές για το περιβάλλον) | χώρος υγειονομικής ταφής απορριμμάτων φρ ως ουσ αρσ |
| | (συντομογραφία) | ΧΥΤΑ, Χ.Υ.Τ.Α. ουσ αρσ άκλ |
| | The local landfill is expected to reach capacity in two years. |
| | Η τοπική χωματερή αναμένεται να φτάσει τη μέγιστη χωρητικότητά της σε δύο χρόνια. |
| | Ο τοπικός ΧΥΤΑ αναμένεται να φτάσει τη μέγιστη χωρητικότητά του σε δύο χρόνια. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| landfill n | uncountable (waste burial) | ταφή απορριμμάτων φρ ως ουσ θηλ |
| | The county has to choose between landfill and incineration. |
| | Η κομητεία πρέπει να διαλέξει μεταξύ της ταφής απορριμμάτων και της καύσης. |
| landfill [sth]⇒ vtr | (waste: bury in a landfill) | θάβω ρ μ |
| | They began to landfill garbage when dumping at sea became unacceptable. |
| | Άρχισαν να θάβουν τα απορρίμματα όταν η ρίψη στη θάλασσα θεωρήθηκε απαράδεκτη. |