• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: laced, lace

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
laced adj (having laces)δαντελωτός επίθ
 The man was wearing a laced shirt.
be laced with [sth] v expr (drink: have alcohol or poison added) (αλκοόλ, δηλητήριο)έχει κτ προστεθεί σε κτ ρ έκφρ
  (στο ποτό)κπ βάζει κτ σε κτ περίφρ
  έχω ρ μ
 The lemonade had been laced with vodka.
 Στη λεμονάδα έχει προστεθεί βότκα.
 Κάποιος έβαλε βότκα στη λεμονάδα.
 Η λεμονάδα έχει βότκα.
laced adj (drink: with added alcohol)που περιέχει αλκοόλ περίρ
  που έχει ποτό περίφρ
  με πρόθ
 Alison took a swig of the laced coffee.
 Η Άλισον πήρε μια γουλιά από τον καφέ της που περιείχε ποτό.
-laced adj with modifying word (with something added)που έχει κτ περίφρ
  που είναι γεμάτος κτ περίφρ
  με επίρ
 There were a lot of complaints about the comedian's profanity-laced act.
 The hostess served vodka-laced watermelon.
 Υπήρξαν πολλά παράπονα για το σκετς του κωμικού που είχε πολλές χυδαιολογίες.
 Η οικοδέσποινα σέρβιρε καρπούζι με βότκα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lace n uncountable (clothing, fabric)δαντέλα, δαντέλλα ουσ θηλ
 Amy's dress was trimmed with lace.
 Το φόρεμα της Έιμι είχε στο τελείωμα από δαντέλα.
lace n as adj (made of lace)δαντελένιος, δαντελλένιος επίθ
 Underneath the sugar bowl was a lace doily.
lace n (cord on shoes)κορδόνι ουσ ουδ
 Peter's shoe broke a lace, so he had to replace it.
 Έσπασε ένα κορδόνι στο παπούτσι του Πήτερ και έτσι έπρεπε να το αντικαταστήσει.
lace [sth] vtr (fasten cord on shoes)δένω τα κορδόνια περίφρ
 Seth laced his boots and went out into the snow.
 Ο Σεθ έδεσε τα κορδόνια στις μπότες του και βγήκε έξω στο χιόνι.
lace [sth] with [sth] vtr + prep (drink: add alcohol, poison) (κάτι με κάτι)ανακατεύω ρ μ
  (κάτι με κάτι)αναμειγνύω, αναμιγνύω ρ μ
  (πιο απλά: κτ σε κτ)βάζω, προσθέτω ρ μ
 Gary laced his drink with some sleeping medication before bed.
 Ο Γκάρυ έβαλε στο ποτό του λίγο υπνωτικό πριν πάει για ύπνο.
lace [sth] with [sth] vtr + prep (sprinkle with: poison, etc.)ρίχνω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
  βάζω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
 We laced his food with laxative powder.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lace [sth] vtr (fasten: a corset)δένω, σφίγγω ρ μ
 The lady needed her maid's help to lace her corset.
lace [sb] vtr (beat)δέρνω, χτυπάω, χτυπώ ρ μ
  (καθομ: κάποιον)σπάω στο ξύλο, κάνω τόπι στο ξύλο έκφρ
 James laced Tim across the face.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
lace | laced
ΑγγλικάΕλληνικά
lace [sth] up,
lace up [sth]
vtr phrasal sep
(tighten, close up with laces)δένω ρ μ
  σφίγγω τα κορδόνια έκφρ
  σφίγγω ρ μ
 The soldier laced up his combat boots.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
laced | lace
ΑγγλικάΕλληνικά
straitlaced (US),
straightlaced (US),
strait-laced,
straight-laced
adj
(prim, proper)καθώς πρέπει φρ ως επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'laced' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση laced στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «laced».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!