• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lace-up adj (having laces)με κορδόνια περίφρ
lace-ups npl (shoes with laces)παπούτσια με κορδόνια φρ ως ουσ ουδ πλ
Σχόλιο: Ο όρος «παπούτσια» μπορεί να αντικατασταθεί από αντίστοιχη λέξη για περισσότερη ακρίβεια, π.χ. αθλητικά, μποτάκια κλπ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
lace [sth] up,
lace up [sth]
vtr phrasal sep
(tighten, close up with laces)δένω ρ μ
  σφίγγω τα κορδόνια έκφρ
  σφίγγω ρ μ
 The soldier laced up his combat boots.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'lace-up' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lace-up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lace-up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!