lace

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈleɪs/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/leɪs/ ,USA pronunciation: respelling(lās)

Inflections of 'lace' (v): (⇒ conjugate)
laces
v 3rd person singular
lacing
v pres p
laced
v past
laced
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lace n uncountable (clothing, fabric)δαντέλα, δαντέλλα ουσ θηλ
 Amy's dress was trimmed with lace.
 Το φόρεμα της Έιμι είχε στο τελείωμα από δαντέλα.
lace n as adj (made of lace)δαντελένιος, δαντελλένιος επίθ
 Underneath the sugar bowl was a lace doily.
lace n (cord on shoes)κορδόνι ουσ ουδ
 Peter's shoe broke a lace, so he had to replace it.
 Έσπασε ένα κορδόνι στο παπούτσι του Πήτερ και έτσι έπρεπε να το αντικαταστήσει.
lace [sth] vtr (fasten cord on shoes)δένω τα κορδόνια περίφρ
 Seth laced his boots and went out into the snow.
 Ο Σεθ έδεσε τα κορδόνια στις μπότες του και βγήκε έξω στο χιόνι.
lace [sth] with [sth] vtr + prep (drink: add alcohol, poison) (κάτι με κάτι)ανακατεύω ρ μ
  (κάτι με κάτι)αναμειγνύω, αναμιγνύω ρ μ
  (πιο απλά: κτ σε κτ)βάζω, προσθέτω ρ μ
 Gary laced his drink with some sleeping medication before bed.
 Ο Γκάρυ έβαλε στο ποτό του λίγο υπνωτικό πριν πάει για ύπνο.
lace [sth] with [sth] vtr + prep (sprinkle with: poison, etc.)ρίχνω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
  βάζω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
 We laced his food with laxative powder.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lace [sth] vtr (fasten: a corset)δένω, σφίγγω ρ μ
 The lady needed her maid's help to lace her corset.
lace [sb] vtr (beat)δέρνω, χτυπάω, χτυπώ ρ μ
  (καθομ: κάποιον)σπάω στο ξύλο, κάνω τόπι στο ξύλο έκφρ
 James laced Tim across the face.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
lace [sth] up,
lace up [sth]
vtr phrasal sep
(tighten, close up with laces)δένω ρ μ
  σφίγγω τα κορδόνια έκφρ
  σφίγγω ρ μ
 The soldier laced up his combat boots.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
cow parsley,
Queen Anne's lace
n
(plant: Anthriscus sylvestris)άγριος φραγκομαϊντανός επίθ + ουσ αρσ
lace-up adj (having laces)με κορδόνια περίφρ
lace-ups npl (shoes with laces)παπούτσια με κορδόνια φρ ως ουσ ουδ πλ
Σχόλιο: Ο όρος «παπούτσια» μπορεί να αντικατασταθεί από αντίστοιχη λέξη για περισσότερη ακρίβεια, π.χ. αθλητικά, μποτάκια κλπ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'lace' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: lace [garments, underwear, panties], a lace [dress, chemise, blouse], wrapped with a lace ribbon, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lace στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lace».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!