| Κύριες μεταφράσεις |
| intimate adj | (personal, private) | οικείος επίθ |
| | | ζεστός, φιλικός, ευχάριστος επίθ |
| | The restaurant was small and had an intimate setting. |
| | Το εστιατόριο ήταν μικρό και είχε ένα ζεστό περιβάλλον. |
| intimate adj | (sexually close) | που έχει ερωτικές σχέσεις, που έχει ερωτικές επαφές, που έχει επαφές περίφρ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| | Josh's mom was angry with him because he and his girlfriend were intimate before marriage. |
| | Η μαμά του Τζος ήταν θυμωμένη μαζί του γιατί είχε ερωτικές επαφές με την φίλη του πριν τον γάμο. |
| intimate adj | (genital) (μεταφορικά) | ευαίσθητος επίθ |
| | The wipes are for keeping your intimate area clean. |
| intimate adj | (knowledge: personal) | προσωπικός επίθ |
| | (πολύ προσωπικός) | ενδόμυχος επίθ |
| | Kate was a private person and didn't like revealing intimate details about her life. |
| | Η Κέιτ ήταν κλειστό άτομο και δεν της άρεσε να αποκαλύπτει προσωπικές λεπτομέρειες για τη ζωή της. |
| intimate adj | (friend: close) (μεταφορικά) | στενός, κοντινός, καλός επίθ |
| | Jen only had a few intimate friends. |
| | Η Τζεν είχε μόνο μερικούς στενούς φίλους. |
| intimate [sth]⇒ vtr | (suggest, imply) | υπαινίσσομαι ρ μ |
| | (για κάτι) | κάνω νύξη περίφρ |
| | (για κάτι) | αφήνω υπονοούμενο έκφρ |
| | Pam intimated to Jon that his wife might be cheating on him. |
| | Η Παμ υπενήχθηκε στον Τζον ότι ίσως η σύζυγός του τον απατούσε. |
intimate, intimate that vtr | (with clause: suggest) (ότι/πως) | υπαινίσσομαι, υπονοώ ρ μ |
| | (ότι/πως) | αφήνω υπονοούμενο ρ έκφρ |
| | | αφήνω κτ ως υπονοούμενο έκφρ |
| | Sarah's comments intimated that there could be an opportunity for advancement. |
| | Τα σχόλια της Σάρας υπονοούσαν ότι υπάρχει πιθανότητα για προαγωγή. |
| | Τα σχόλια της Σάρας άφηναν ως υπονοούμενο μια πιθανή ευκαιρία για προαγωγή. |