bosom

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbʊzəm/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈbʊzəm, ˈbuzəm/ ,USA pronunciation: respelling(bŏŏzəm, bo̅o̅zəm)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bosom n (chest)στήθος ουσ ουδ
  (παλαιό, λόγιος)κόρφος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)μπούστο ουσ ουδ
 Jane clasped her hands to her bosom and gazed out at the sea.
 Η Τζέιν έσφιξε τα χέρια της στο στήθος της και ατένιζε τη θάλασσα.
bosoms npl (woman's breasts)στήθος ουσ ουδ
  (λόγιος)στήθια, στήθη ουσ ουδ πλ
 It can be hard to find a comfortable bra when you have large bosoms.
bosom n figurative, literary (heart, centre of emotions) (μεταφορικά)καρδιά ουσ θηλ
 Looking at the new lamb, Clara felt a warmth in her bosom.
 Βλέποντας το νέο αρνάκι, η Κλάρα ένιωσε μια θέρμη στην καρδιά της.
bosom n figurative, literary (intimate or protected place) (μεταφορικά)αγκαλιά ουσ θηλ
 Devon returned home, seeking solace in the bosom of the family.
 Ο Ντέβον επέστρεψε σπίτι, αναζητώντας παρηγοριά στην αγκαλιά της οικογένειας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bosom n (part of dress bodice)μπούστο ουσ ουδ
 The bosom of the bodice was edged in lace.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bosom buddy,
bosom chum,
bosom pal
n
US, informal (close friend)καλύτερος φίλος, καλύτερη φίλη επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)κολλητός, κολλητή επίθ ως ουσ
  (καθομιλουμένη)κολλητός φίλος, κολλητή φίλη επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
  (επίσημο)επιστήθιος φίλος, επιστήθια φίλη επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
 The girls were bosom buddies until they both got a crush on the same boy.
bosom friend n (close friend)στενός φίλος, στενή φίλη επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)κολλητός φίλος, κολλητή φίλη επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
  κολλητός, κολλητή επίθ ως ουσ
 Gladys is a bosom friend of mine.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'bosom' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: slang: is a bosom [buddy, friend], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bosom στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bosom».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!