Κύριες μεταφράσεις |
closer adj | (comparative: physically nearer) | πιο κοντά φρ ως επίρ |
| Julie is closer to the tree than Paul. |
closer adj | (comparative: nearer in time) (χρονικά) | κοντινότερος, πλησιέστερος επίθ |
| (στο παρελθόν) | πιο πρόσφατος φρ ως επίθ |
| (στο μέλλον) | πιο σύντομα φρ ως επίρ |
| | πιο κοντά φρ ως επίρ |
| Jeff's wedding is closer than you think, so make sure you buy him a gift. |
| Ο γάμος του Τζεφ είναι πιο κοντά από ό, τι νομίζεις, οπότε μην αμελήσεις να του πάρεις δώρο. |
closer adj | figurative (comparative: more intimate) (μεταφορικά: σε κπ) | πιο κοντά φρ ως επίρ |
| I feel closer to you than I've ever felt to anyone. |
| Νοιώθω πιο κοντά σε σένα από ό,τι ένιωσα ποτέ στον οποιονδήποτε. |
closer adj | (comparative: nearer in number) (αριθμός) | κοντινότερος, πλησιέστερος επίθ |
| Wendy is closer to her cousins in age than her brothers. |
closer adv | (physically nearer) | πιο κοντά φρ ως επίρ |
| If you are chilly, sit closer to the radiator. |
closer adv | (nearer in time) | πιο κοντά φρ ως επίρ |
| | πλησιάζει ρ αμ |
| Christmas is drawing closer. |
Κύριες μεταφράσεις |
close adv | (nearby) | κοντά επίρ |
| (κοντά σε μένα) | κοντά μου φρ ως επίρ |
| (λαϊκό, λογοτεχνικό) | σιμά επίρ |
| (λόγιο, με γενική) | πλησίον επίρ |
| Keep your phone close, in case he calls! |
| Έχε κοντά το τηλέφωνό σου, μήπως τηλεφωνήσει! |
| Έχε κοντά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει! |
| Έχε σιμά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει! |
close adj | (near) | κοντά επίρ |
| | κοντινός, διπλανός επίθ |
| Be careful, the 'edit' and 'delete' buttons are dangerously close! |
| Πρόσεχε, τα κουμπιά «edit» και «delete» είναι επικίνδυνα κοντά. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα σπίτια τους είναι σε κοντινή απόσταση. |
close to [sth/sb] prep | (near to) (σε κάτι/κάποιον) | κοντά επίρ |
| (παλαιό: σε κάτι/κάποιον) | σιμά επίρ |
| (μεταφορικά: σε κάτι/κάποιον) | δίπλα επίρ |
| The bank is close to the post office. |
| Η τράπεζα είναι κοντά στο ταχυδρομείο. |
close adj | (relation: near) (η σχέση, όχι οι συγγενείς) | στενός επίθ |
| (καθομιλουμένη) | κοντινός επίθ |
| The two boys are close cousins. |
| Τα δυο αγόρια είναι κοντινά ξαδέρφια. |
close adj | (people: intimate) | στενός επίθ |
| (φίλος) | καλός επίθ |
| Jill and I are close friends. |
| Η Τζιλ και εγώ ήμαστε στενές φίλες. |
close to [sb] adj + prep | figurative (intimate with) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) | δεμένος με κπ περίφρ |
| | κοντά με κπ περίφρ |
| | στενή σχέση με κπ περίφρ |
| Ben has always been close to his sister. |
| Ο Μπεν ήταν, πάντα, πολύ δεμένος με την αδερφή του. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι πολύ κοντά με τα ξαδέρφια μου, παρόλο που ζουν στο εξωτερικό. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχω πολύ στενή σχέση με τα ξαδέρφια μου, παρόλο που ζουν στο εξωτερικό. |
close adj | (closely associated) | όμοιος, παρόμοιος επίθ |
| | παρεμφερής επίθ |
| Her philosophy is close to that of Roger, who was her teacher and mentor. |
| Η φιλοσοφία της είναι όμοια με αυτή του Ρότζερ, ο οποίος ήταν δάσκαλος και μέντορας της. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχουμε παρεμφερείς απόψεις για θέματα διαπαιδαγώγησης. |
close [sth]⇒ vtr | (shut) | κλείνω ρ μ |
| Please close the window. |
| Σε παρακαλώ κλείσε το παράθυρο. |
close⇒ vi | (become shut) | κλείνω ρ αμ |
| The door slowly closed. |
| Η πόρτα έκλεισε αργά. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
close adj | (united) | όμοιος, κοινός επίθ |
| | κοντά επίρ |
| Their views about history are extremely close. |
close adj | (similar) | όμοιος, παρόμοιος επίθ |
| | μοιάζω ρ αμ |
| The twins are close in appearance. |
| Τα δίδυμα έχουν παρόμοια εμφάνιση. |
| Τα δίδυμα μοιάζουν εμφανισιακά. |
close adj | (relationship: intimate) (σχέση) | στενός επίθ |
| They have a close, romantic relationship. |
close adj | (compact, tight) | πυκνός επίθ |
| My sweater has a close weave. |
close adj | (fitting tightly) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) | - |
| This key is a close fit to the lock. |
| Το κλειδί ταιριάζει ακριβώς στην κλειδαριά. |
close adj | (cut near to the base) (μεταφορικά) | βαθύς επίθ |
| I prefer a straight razor because it gives me a close shave. |
| Προτιμώ τα ίσια ξυραφάκια γιατί προσφέρουν πιο βαθύ ξύρισμα. |
close adj | (on topic) (μεταφορικά: θέμα) | εντός επίρ |
| | δεν ξεφεύγω περίφρ |
| Please stay close to the question under discussion. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν γράφεις έκθεση, πρέπει να είσαι πάντα εντός θέματος. |
| Σε παρακαλώ, μην ξεφεύγεις από το υπό συζήτηση ερώτημα. |
close adj | (rigorous) | αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός επίθ |
| | ενδελεχής επίθ |
| A close examination will reveal that the theory is correct. |
close adj | informal (atmosphere: stuffy) | αποπνικτικός, πνιγηρός επίθ |
| The atmosphere in the room was close. |
close adj | (contest: almost even) | αμφίρροπος επίθ |
| (ποδόσφαιρο) | ντέρμπυ επίθ άκλ |
| Alan won a close race. |
| Ο Άλαν κέρδισε έναν αμφίρροπο αγώνα. |
close adj | (secret: well guarded) (για μυστικό) | επτασφράγιστος επίθ |
| | καλά φυλαγμένος περίφρ |
| The information was a close secret. |
close adj | (confined) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) | - |
| The guards kept the prisoner at close quarters. |
| Οι φύλακες είχαν από κοντά τον κρατούμενο. |
close to [sth] adj + prep | (nearly equal, almost) | σχεδόν, περίπου επίρ |
| | κατά προσέγγιση φρ ως επίρ |
| (καθομιλουμένη) | πάνω κάτω φρ ως επίρ |
| | χοντρικά επίρ |
| You and I are close to the same height. |
close n | (act of closing) | κλείσιμο ουσ ουδ |
| You have to finish by close of business today. |
close n | (conclusion) | τέλος ουσ ουδ |
| | λήξη ουσ θηλ |
| (επίσημο) | πέρας ουσ ουδ |
| The conference came to a close. |
| Το συνέδριο έφτασε στο τέλος του. |
close n | UK (cul-de-sac) | αδιέξοδο ουσ ουδ |
| We live on a lovely close near the edge of town. |
close vi | (unite) | ενώνω ρ μ |
| | ενώνομαι ρ αμ |
| Her hands closed in prayer as she bowed her head. |
| Καθώς έσκυβε το κεφάλι, ένωσε τα χέρια της για να προσευχηθεί. |
| Τα χέρια της ενώθηκαν σε θέση προσευχής, καθώς έσκυβε το κεφάλι της. |
close vi | (end) | ολοκληρώνομαι ρ αμ |
| | τελειώνω, λήγω ρ αμ |
| The proceedings closed on time. |
close vi | (cease to operate) | κλείνω ρ αμ |
| My favourite restaurant closed. |
close vi | (store: cease trading) (μαγαζί) | κλείνω ρ αμ |
| The store closed at nine pm. |
| Το μαγαζί έκλεισε στις 9 μμ. |
close vi | (end performances) (τέλος παραστάσεων) | κατεβαίνω ρ αμ |
| The play closes on Monday. |
close vi | (financial: market day end) | κλείνω ρ αμ |
| The market closed on a high today. |
close [sth]⇒ vtr | (fill in) | κλείνω ρ μ |
| The builders closed the wall with the last brick. |
close [sth] vtr | (conclude) | κλείνω, ολοκληρώνω ρ μ |
| The final speaker closed the session. |
close [sth] vtr | (block) | κλείνω ρ μ |
| Workers have closed the road. |
close [sth] vtr | (join, unite) | κλείνω ρ μ |
| The people closed the circle by joining hands. |
close [sth] vtr | (finalize) (οριστικοποιώ) | κλείνω ρ μ |
| Let's close the negotiations now. |
| Ας κλείσουμε τις διαπραγματεύσεις τώρα. |
close [sth] vtr | informal (make a sale) (μια συμφωνία) | κλείνω ρ μ |
| The salesman hopes to close the deal today. |
close [sth] vtr | (cease operations) | κλείνω ρ μ |
| The company closed the factory on Christmas day. |
close [sth] vtr | (nautical: approach) (σε κάτι) | πλησιάζω ρ μ |
| The ship closed land that morning. |
Σύνθετοι τύποι: closer | close |
a closer look n | (more thorough examination) (μεταφορικά) | πιο προσεκτική ματιά περίφρ |
| | προσεκτικότερη ματιά επίθ + ουσ θηλ |
| | πιο προσεκτική παρατήρηση, πιο προσεκτική εξέταση περίφρ |
| | προσεκτικότερη εξέταση, προσεκτικότερη παρατήρηση επίθ + ουσ θηλ |
| The scientist placed the specimen under her microscope for a closer look. |
a closer look at [sth] n | (more thorough examination) (σε κάτι) | πιο προσεκτική ματιά περίφρ |
| | προσεκτικότερη ματιά επίθ + ουσ θηλ |
| (κάποιου πράγματος) | προσεκτικότερη εξέταση, προσεκτικότερη παρατήρηση επίθ + ουσ θηλ |
| | προσεκτικότερη εξέταση, προσεκτικότερη παρατήρηση επίθ + ουσ θηλ |
| This documentary gives a closer look at the lives of a rainforest people. |
come closer vi | (approach, get nearer) | πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζω ρ μ |
| (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) | ζυγώνω ρ μ |
| If you come closer to the nest, you will be able to hear the birds better. |
deal closer n | (salesperson: clinches deals) | αυτός που αναλαμβάνει να κλείνει τις συμφωνίες περίφρ |
| | υπεύθυνος κλεισίματος συμφωνιών περίφρ |
| Thanks to his persuasive negotiating technique, he was promoted to the role of Senior Deal Closer. |
deal closer n | informal (factor: clinches a deal) | αυτό που θα με πείσει περίφρ |
| | καθοριστικός παράγοντας επίθ + ουσ αρσ |
| Ideally, we'd like the house to have an entrance hall, but it's not a deal closer. |
door closer n | (device: closes door automatically) | μηχανισμός επαναφοράς πόρτας φρ ως ουσ αρσ |
get closer vi | (time: approach) (μεταφορικά) | πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι ρ αμ |
| As the day got closer I began to worry. |
get closer vi | (move nearer) | πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι ρ αμ |
| As they got closer I could see that they weren't soldiers. |
move closer vi + adv | (get nearer to each other) | πλησιάζω ρ αμ |
move closer to [sth/sb] v expr | (relocate to be nearer to [sth], [sb]) | πλησιάζω ρ μ |
upon closer inspection adv | (having examined [sth] in more detail) | με μια πιο προσεκτική εξέταση φρ ως επίρ |