closer

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(n.′zər; adj. klōsər)

From close (adj):
closer
adj comparative
closest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: closer, close

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
closer adj (comparative: physically nearer)πιο κοντά φρ ως επίρ
 Julie is closer to the tree than Paul.
closer adj (comparative: nearer in time) (χρονικά)κοντινότερος, πλησιέστερος επίθ
  (στο παρελθόν)πιο πρόσφατος φρ ως επίθ
  (στο μέλλον)πιο σύντομα φρ ως επίρ
  πιο κοντά φρ ως επίρ
 Jeff's wedding is closer than you think, so make sure you buy him a gift.
 Ο γάμος του Τζεφ είναι πιο κοντά από ό, τι νομίζεις, οπότε μην αμελήσεις να του πάρεις δώρο.
closer adj figurative (comparative: more intimate) (μεταφορικά: σε κπ)πιο κοντά φρ ως επίρ
 I feel closer to you than I've ever felt to anyone.
 Νοιώθω πιο κοντά σε σένα από ό,τι ένιωσα ποτέ στον οποιονδήποτε.
closer adj (comparative: nearer in number) (αριθμός)κοντινότερος, πλησιέστερος επίθ
 Wendy is closer to her cousins in age than her brothers.
closer adv (physically nearer)πιο κοντά φρ ως επίρ
 If you are chilly, sit closer to the radiator.
closer adv (nearer in time)πιο κοντά φρ ως επίρ
  πλησιάζει ρ αμ
 Christmas is drawing closer.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
close adv (nearby)κοντά επίρ
  (κοντά σε μένα)κοντά μου φρ ως επίρ
  (λαϊκό, λογοτεχνικό)σιμά επίρ
  (λόγιο, με γενική)πλησίον επίρ
 Keep your phone close, in case he calls!
 Έχε κοντά το τηλέφωνό σου, μήπως τηλεφωνήσει!
 Έχε κοντά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει!
 Έχε σιμά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει!
close adj (near)κοντά επίρ
  κοντινός, διπλανός επίθ
 Be careful, the 'edit' and 'delete' buttons are dangerously close!
 Πρόσεχε, τα κουμπιά «edit» και «delete» είναι επικίνδυνα κοντά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα σπίτια τους είναι σε κοντινή απόσταση.
close to [sth/sb] prep (near to) (σε κάτι/κάποιον)κοντά επίρ
  (παλαιό: σε κάτι/κάποιον)σιμά επίρ
  (μεταφορικά: σε κάτι/κάποιον)δίπλα επίρ
 The bank is close to the post office.
 Η τράπεζα είναι κοντά στο ταχυδρομείο.
close adj (relation: near) (η σχέση, όχι οι συγγενείς)στενός επίθ
  (καθομιλουμένη)κοντινός επίθ
 The two boys are close cousins.
 Τα δυο αγόρια είναι κοντινά ξαδέρφια.
close adj (people: intimate)στενός επίθ
  (φίλος)καλός επίθ
 Jill and I are close friends.
 Η Τζιλ και εγώ ήμαστε στενές φίλες.
close to [sb] adj + prep figurative (intimate with) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)δεμένος με κπ περίφρ
  κοντά με κπ περίφρ
  στενή σχέση με κπ περίφρ
 Ben has always been close to his sister.
 Ο Μπεν ήταν, πάντα, πολύ δεμένος με την αδερφή του.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι πολύ κοντά με τα ξαδέρφια μου, παρόλο που ζουν στο εξωτερικό.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχω πολύ στενή σχέση με τα ξαδέρφια μου, παρόλο που ζουν στο εξωτερικό.
close adj (closely associated)όμοιος, παρόμοιος επίθ
  παρεμφερής επίθ
 Her philosophy is close to that of Roger, who was her teacher and mentor.
 Η φιλοσοφία της είναι όμοια με αυτή του Ρότζερ, ο οποίος ήταν δάσκαλος και μέντορας της.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχουμε παρεμφερείς απόψεις για θέματα διαπαιδαγώγησης.
close [sth] vtr (shut)κλείνω ρ μ
 Please close the window.
 Σε παρακαλώ κλείσε το παράθυρο.
close vi (become shut)κλείνω ρ αμ
 The door slowly closed.
 Η πόρτα έκλεισε αργά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
close adj (united)όμοιος, κοινός επίθ
  κοντά επίρ
 Their views about history are extremely close.
close adj (similar)όμοιος, παρόμοιος επίθ
  μοιάζω ρ αμ
 The twins are close in appearance.
 Τα δίδυμα έχουν παρόμοια εμφάνιση.
 Τα δίδυμα μοιάζουν εμφανισιακά.
close adj (relationship: intimate) (σχέση)στενός επίθ
 They have a close, romantic relationship.
close adj (compact, tight)πυκνός επίθ
 My sweater has a close weave.
close adj (fitting tightly) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 This key is a close fit to the lock.
 Το κλειδί ταιριάζει ακριβώς στην κλειδαριά.
close adj (cut near to the base) (μεταφορικά)βαθύς επίθ
 I prefer a straight razor because it gives me a close shave.
 Προτιμώ τα ίσια ξυραφάκια γιατί προσφέρουν πιο βαθύ ξύρισμα.
close adj (on topic) (μεταφορικά: θέμα)εντός επίρ
  δεν ξεφεύγω περίφρ
 Please stay close to the question under discussion.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν γράφεις έκθεση, πρέπει να είσαι πάντα εντός θέματος.
 Σε παρακαλώ, μην ξεφεύγεις από το υπό συζήτηση ερώτημα.
close adj (rigorous)αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός επίθ
  ενδελεχής επίθ
 A close examination will reveal that the theory is correct.
close adj informal (atmosphere: stuffy)αποπνικτικός, πνιγηρός επίθ
 The atmosphere in the room was close.
close adj (contest: almost even)αμφίρροπος επίθ
  (ποδόσφαιρο)ντέρμπυ επίθ άκλ
 Alan won a close race.
 Ο Άλαν κέρδισε έναν αμφίρροπο αγώνα.
close adj (secret: well guarded) (για μυστικό)επτασφράγιστος επίθ
  καλά φυλαγμένος περίφρ
 The information was a close secret.
close adj (confined) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 The guards kept the prisoner at close quarters.
 Οι φύλακες είχαν από κοντά τον κρατούμενο.
close to [sth] adj + prep (nearly equal, almost)σχεδόν, περίπου επίρ
  κατά προσέγγιση φρ ως επίρ
  (καθομιλουμένη)πάνω κάτω φρ ως επίρ
  χοντρικά επίρ
 You and I are close to the same height.
close n (act of closing)κλείσιμο ουσ ουδ
 You have to finish by close of business today.
close n (conclusion)τέλος ουσ ουδ
  λήξη ουσ θηλ
  (επίσημο)πέρας ουσ ουδ
 The conference came to a close.
 Το συνέδριο έφτασε στο τέλος του.
close n UK (cul-de-sac)αδιέξοδο ουσ ουδ
 We live on a lovely close near the edge of town.
close vi (unite)ενώνω ρ μ
  ενώνομαι ρ αμ
 Her hands closed in prayer as she bowed her head.
 Καθώς έσκυβε το κεφάλι, ένωσε τα χέρια της για να προσευχηθεί.
 Τα χέρια της ενώθηκαν σε θέση προσευχής, καθώς έσκυβε το κεφάλι της.
close vi (end)ολοκληρώνομαι ρ αμ
  τελειώνω, λήγω ρ αμ
 The proceedings closed on time.
close vi (cease to operate)κλείνω ρ αμ
 My favourite restaurant closed.
close vi (store: cease trading) (μαγαζί)κλείνω ρ αμ
 The store closed at nine pm.
 Το μαγαζί έκλεισε στις 9 μμ.
close vi (end performances) (τέλος παραστάσεων)κατεβαίνω ρ αμ
 The play closes on Monday.
close vi (financial: market day end)κλείνω ρ αμ
 The market closed on a high today.
close [sth] vtr (fill in)κλείνω ρ μ
 The builders closed the wall with the last brick.
close [sth] vtr (conclude)κλείνω, ολοκληρώνω ρ μ
 The final speaker closed the session.
close [sth] vtr (block)κλείνω ρ μ
 Workers have closed the road.
close [sth] vtr (join, unite)κλείνω ρ μ
 The people closed the circle by joining hands.
close [sth] vtr (finalize) (οριστικοποιώ)κλείνω ρ μ
 Let's close the negotiations now.
 Ας κλείσουμε τις διαπραγματεύσεις τώρα.
close [sth] vtr informal (make a sale) (μια συμφωνία)κλείνω ρ μ
 The salesman hopes to close the deal today.
close [sth] vtr (cease operations)κλείνω ρ μ
 The company closed the factory on Christmas day.
close [sth] vtr (nautical: approach) (σε κάτι)πλησιάζω ρ μ
 The ship closed land that morning.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
closer | close
ΑγγλικάΕλληνικά
bring [sb] closer vtr phrasal sep (make more intimate)φέρνω κπ πιο κοντά έκφρ
 She planned a quiet weekend away for the two of them in hopes that it would bring them closer.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
closer | close
ΑγγλικάΕλληνικά
a closer look n (more thorough examination) (μεταφορικά)πιο προσεκτική ματιά περίφρ
  προσεκτικότερη ματιά επίθ + ουσ θηλ
  πιο προσεκτική παρατήρηση, πιο προσεκτική εξέταση περίφρ
  προσεκτικότερη εξέταση, προσεκτικότερη παρατήρηση επίθ + ουσ θηλ
 The scientist placed the specimen under her microscope for a closer look.
a closer look at [sth] n (more thorough examination) (σε κάτι)πιο προσεκτική ματιά περίφρ
  προσεκτικότερη ματιά επίθ + ουσ θηλ
  (κάποιου πράγματος)προσεκτικότερη εξέταση, προσεκτικότερη παρατήρηση επίθ + ουσ θηλ
  προσεκτικότερη εξέταση, προσεκτικότερη παρατήρηση επίθ + ουσ θηλ
 This documentary gives a closer look at the lives of a rainforest people.
come closer vi (approach, get nearer)πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζω ρ μ
  (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό)ζυγώνω ρ μ
 If you come closer to the nest, you will be able to hear the birds better.
deal closer n (salesperson: clinches deals)αυτός που αναλαμβάνει να κλείνει τις συμφωνίες περίφρ
  υπεύθυνος κλεισίματος συμφωνιών περίφρ
 Thanks to his persuasive negotiating technique, he was promoted to the role of Senior Deal Closer.
deal closer n informal (factor: clinches a deal)αυτό που θα με πείσει περίφρ
  καθοριστικός παράγοντας επίθ + ουσ αρσ
 Ideally, we'd like the house to have an entrance hall, but it's not a deal closer.
door closer n (device: closes door automatically)μηχανισμός επαναφοράς πόρτας φρ ως ουσ αρσ
get closer vi (time: approach) (μεταφορικά)πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι ρ αμ
 As the day got closer I began to worry.
get closer vi (move nearer)πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι ρ αμ
 As they got closer I could see that they weren't soldiers.
move closer vi + adv (get nearer to each other)πλησιάζω ρ αμ
move closer to [sth/sb] v expr (relocate to be nearer to [sth], [sb])πλησιάζω ρ μ
upon closer inspection adv (having examined [sth] in more detail)με μια πιο προσεκτική εξέταση φρ ως επίρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'closer' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: let me take a closer look, need to take a closer look, on closer examination..., περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση closer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «closer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!