| Κύριες μεταφράσεις |
| interfere⇒ vi | (meddle) | επεμβαίνω, παρεμβαίνω ρ αμ |
| | (μτφ: ελαφρώς αρνητικό) | ανακατεύομαι, μπλέκομαι ρ αμ |
| | Mike interfered when his son was playing football, and was banned from attending his games. |
| | Ο Μάικ επενέβη όταν ο γιος του έπαιζε ποδόσφαιρο και του απαγορεύτηκε να παραβρίσκεται στους αγώνες του. |
| interfere with [sth] vi + prep | (impede [sth]) | κάνω παρεμβολές σε κτ, προκαλώ παρεμβολές σε κτ περίφρ |
| | The microwave interfered with the signal. |
| | Ο φούρνος μικροκυμάτων έκανε παρεμβολές στο σήμα. |
| interfere with [sth] vi + prep | (tamper with [sth]) | επεμβαίνω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | (καθομιλουμένη) | πειράζω ρ μ |
| | Please do not interfere with the settings on my computer, as I have them just as I want them. |
| | Σε παρακαλώ μην πειράζεις τις ρυθμίσεις στον υπολογιστή μου γιατί τις έχω όπως ακριβώς τις θέλω. |
| interfere in [sth] vi + prep | (meddle in [sth]) | επεμβαίνω σε κτ, παρεμβαίνω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | (μτφ: ελαφρώς αρνητικό) | ανακατεύομαι σε κτ, μπλέκομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | My sister is always interfering in my love life. |
| | Η αδελφή μου πάντα ανακατεύεται στην ερωτική μου ζωή. |
| interfere with [sb] vi + prep | (abuse by touching sexually) | παρενοχλώ ρ μ |
| | Larry was arrested for interfering with Tom's daughter. |
| | Ο Λάρυ συνελήφθη γιατί παρενοχλούσε την κόρη του Τομ. |