WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| interim adj | (intermediate) | ενδιάμεσος επίθ |
| | | που παρεμβάλλεται, που μεσολαβεί περίφρ |
| | (θα αλλάξει στο μέλλον) | προσωρινός επίθ |
| | The interim measures are expected to last until the end of the month. |
| | The interim arrangement is that Mr. Jones will act as president of the company. |
| | Τα προσωρινά μέτρα αναμένεται να ισχύσουν μέχρι το τέλος του μήνα. Η προσωρινή συμφωνία είναι ότι ο κ. Τζόουνς θα εκτελεί χρέη προέδρου της εταιρείας. |
| interim n | (meanwhile) | μεσοδιάστημα ουσ ουδ |
| | | το διάστημα που παρεμβάλλεται, το διάστημα που μεσολαβεί περίφρ |
| | (καθομιλουμένη) | στο ενδιάμεσο, στο μεταξύ φρ ως επίρ |
| | Fred took a break between high school and college; the interim saw him mowing lawns to earn money. |
| | Ο Φρεντ έκανε ένα διάλειμμα μεταξύ λυκείου και πανεπιστημίου. Στο μεσοδιάστημα κούρευε γκαζόν για να βγάλει χρήματα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: