interfering

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌɪntərˈfɪərɪŋ/

From the verb interfere: (⇒ conjugate)
interfering is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: interfering, interfere

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
interfering adj (meddling, intervening)που επεμβαίνει, που ανακατεύεται περίφρ
  που παρεμβαίνει περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 My interfering aunt is always asking nosy questions.
interfering n (meddling behaviour)επέμβαση ουσ θηλ
  παρέμβαση ουσ θηλ
  το να επεμβαίνω, το να ανακατεύομαι περίφρ
  (καθομιλουμένη)μπέρδεμα, ανακάτεμα ουσ ουδ
 Quit your interfering and mind your own business.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
interfere vi (meddle)επεμβαίνω, παρεμβαίνω ρ αμ
  (μτφ: ελαφρώς αρνητικό)ανακατεύομαι, μπλέκομαι ρ αμ
 Mike interfered when his son was playing football, and was banned from attending his games.
 Ο Μάικ επενέβη όταν ο γιος του έπαιζε ποδόσφαιρο και του απαγορεύτηκε να παραβρίσκεται στους αγώνες του.
interfere with [sth] vi + prep (impede [sth])κάνω παρεμβολές σε κτ, προκαλώ παρεμβολές σε κτ περίφρ
 The microwave interfered with the signal.
 Ο φούρνος μικροκυμάτων έκανε παρεμβολές στο σήμα.
interfere with [sth] vi + prep (tamper with [sth])επεμβαίνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)πειράζω ρ μ
 Please do not interfere with the settings on my computer, as I have them just as I want them.
 Σε παρακαλώ μην πειράζεις τις ρυθμίσεις στον υπολογιστή μου γιατί τις έχω όπως ακριβώς τις θέλω.
interfere in [sth] vi + prep (meddle in [sth])επεμβαίνω σε κτ, παρεμβαίνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  (μτφ: ελαφρώς αρνητικό)ανακατεύομαι σε κτ, μπλέκομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 My sister is always interfering in my love life.
 Η αδελφή μου πάντα ανακατεύεται στην ερωτική μου ζωή.
interfere with [sb] vi + prep (abuse by touching sexually)παρενοχλώ ρ μ
 Larry was arrested for interfering with Tom's daughter.
 Ο Λάρυ συνελήφθη γιατί παρενοχλούσε την κόρη του Τομ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
interfere vi (horse: hit feet together)χτυπάω τα πόδια μου περίφρ
 The horse got tired and started interfering.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'interfering' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση interfering στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «interfering».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!