WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
height n | (measurement bottom to top) | ύψος ουσ ουδ |
| From the base to the top, the column has a height of four meters. Bob looks very tall - what is his height? |
| Από τη βάση ως την κορυφή η κολώνα έχει ύψος τέσσερα μέτρα. Ο Μπομπ φαίνεται πολύ ψηλός, πόσο ύψος έχει; |
height n | (quality: tallness) | ύψος ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | μπόι ουσ ουδ άκλ |
| What Jane lacks in height, she makes up for in personality. |
| Ότι λείπει σε μπόι, η Τζέιν το καλύπτει με την προσωπικότητά της. |
height n | (extent upwards) | ύψος ουσ ουδ |
| "I don't want to worry you," said Bridget to her co-pilot, "but we're losing height." |
| Δεν θέλω να σε ανησυχήσω, είπε η Μπρίτζετ στον συγκυβερνήτη της, αλλά χάνουμε ύψος. |
height n | (high place, altitude) | ύψος ουσ ουδ |
| (σημείο του εδάφους) | υψόμετρο ουσ ουδ |
| We can see the whole of London from this height. |
| Μπορούμε να δούμε ολόκληρο το Λονδίνο από αυτό το ύψος. |
heights npl | (high places) | ύψη ουσ ουδ πλ |
| I won't climb to the top of the mountain; I really don't like heights. |
| Δεν θα ανέβω στην κορυφή του βουνού· δεν μου αρέσουν τα ύψη. |
height n | figurative, often plural (summit, apex) | ζενίθ ουσ ουδ άκλ |
| | αποκορύφωμα ουσ ουδ |
| (μεταφορικά) | κορυφή ουσ θηλ |
| In 1965, the popularity of the Beatles was at its height. |
| Το 1965 η δημοτικότητα των Beatles είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. |
the height of [sth] n | figurative (utmost, ultimate) | τελευταίος επίθ |
| | πιο εξελιγμένος περίφρ |
| | πλέον εξελιγμένος περίφρ |
| (μεταφορικά) | αιχμή ουσ θηλ |
| When the telephone was first invented, it was the height of technology. |
| Όταν πρωτοεφευρέθηκε το τηλέφωνο ήταν η αιχμή της τεχνολογίας. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
Heights npl | (in name of hilly place) | Heights ουσ ουδ άκλ |
| My parents live in Washington Heights. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: